-
1 περικλώζεσθαι
περί-κλώζωmake a similar sound in token of disapprobation: pres inf mp
См. также в других словарях:
περικλώζεσθαι — περί κλώζω make a similar sound in token of disapprobation pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικλώζομαι — Μ αποδοκιμάζομαι έντονα από το σύνολο τών θεατών με κραυγές, γιουχαΐζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κλώζω «κράζω, βγάζω ήχους προς αποδοκιμασία»] … Dictionary of Greek