-
1 περι-ερέσσω
περι-ερέσσω (s. ἐρέσσω), att. - ττω, von beiden Seiten rudern.
-
2 περιερέσσω
См. также в других словарях:
περιερέσσω — και περιερέττω Α κωπηλατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἐρέσσω «κωπηλατώ»] … Dictionary of Greek
1 περι-ερέσσω
περι-ερέσσω (s. ἐρέσσω), att. - ττω, von beiden Seiten rudern.
2 περιερέσσω
περιερέσσω — και περιερέττω Α κωπηλατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἐρέσσω «κωπηλατώ»] … Dictionary of Greek