-
1 περιαγνυμι
ломать кругом, обламывать:(ὂψ) Ἕκτορος περιάγνυται Hom. голос Гектора гремит отовсюду
См. также в других словарях:
άγνυμι — ἄγνυμι (Α) 1. θραύω, συντρίβω, σπάζω 2. (για ήχους) απλώνομαι, διαχέομαι, διαδίδομαι ολόγυρα 3. φρ. «ποταμὸς περὶ καμπὰς πολλὰς ἀγνούμενος», ποταμός με ελικοειδές ρεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fάγ νυ μι, η ρίζα συγγενής προς το τοχαρικό wāk (= σπάζω,… … Dictionary of Greek
περιάγνυμι — και περιαγνύω Α 1. κάμπτω και θραύω κάτι, λυγίζω και σπάζω κάτι ολόγυρα 2. (για τον ήχο) αντηχώ ολόγυρα («περὶ δὲ σφισιν ἄγνυτο ἠχώ», Ησίοδ.) 3. φρ. «κόλπου περιαγνυμένου» κόλπου με κυρτό σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἄγνυμι «σπάω»] … Dictionary of Greek
σκελεαγής — ές, Α 1. αυτός που έχει σπασμένα τα σκέλη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκελεαγές το κάταγμα τού σκέλους, σκελοκοπία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλος + αγής (< ἄγος < ἄγνυμι «σπάω»), πρβλ. περι αγής] … Dictionary of Greek