-
1 περιψυχω
-
2 αντιπεριψυχω
См. также в других словарях:
περιψύχω — Α 1. ψύχω, παγώνω κάτι γύρω γύρω, εντελώς, σε όλη του την επιφάνεια 2. παθ. περιψύχομαι καταψύχομαι, παγώνω παντού («περιψυχομένων τῶν ἄκρων», Θεόφρ.) 3. μτφ. δροσίζω, αναψύχω, περιποιούμαι («περιψύχων υἱὸν καταδεσμεύσει τραύματα αὐτοῡ», ΠΔ).… … Dictionary of Greek
περίψυκτος — ον, Α [περιψύχω] 1. αυτός που έχει ψυχθεί από παντού, πολύ ψυχρός 2. (για πρόσ.) μτφ. πολυαγαπημένος, παραχαϊδεμένος … Dictionary of Greek
περίψυξις — ύξεως, ἡ, Α [περιψύχω] 1. μεγάλη ψυχρότητα 2. τέλεια ψύξη, κατάψυξη, πάγωμα … Dictionary of Greek
περιψυγμός — ὁ, Α [περιψύχω] 1. η περίψυξη, η αίσθηση τής δροσιάς ή τού ψύχους σε ολόκληρη την επιφάνεια 2. το υπερβολικό ψύχος που προκαλεί βλάβες … Dictionary of Greek
υποπεριψύχω — Α έχω ελαφρά ρίγη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + περιψύχω «παγώνω, ψυχραίνω»] … Dictionary of Greek
ԳՐԳԵՄ — (եցի.) NBH 1 0586 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c ն. τροφεύω, περιψύχω, θεραπεύω եւն. Գ foveo, curo, recreo, oblecto իրգ եւ փափուկ պահել. գրգալով եւ գգուելով տածել, բուծանել. փայփայել. եւ Ամոքել. կակղել. անուշել. իսկ կր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)