-
1 περισσότης
περισσότης, ητος, ἡ, att. - ττότης, Ueberfluß, Uebermaaß, Uebertreibung; im plur., neben ϑαυματοποιίαι, Isocr. 10, 7; Pracht, Pol. 9, 10, 5; Gesuchtheit, z. B. im Styl; auch Vorzüglichkeit, D. Sic. 1, 94.
-
2 περισσότης
περισσότης, ητος, ἡ, Überfluß, Übermaß, Übertreibung; Gesuchtheit, im Stil; auch Vorzüglichkeit -
3 ὑπερ-έκ-πτωσις
ὑπερ-έκ-πτωσις, ἡ, Uebertreibung; καὶ περισσότης Nicom. arithm. 1, 14; Longin.
См. также в других словарях:
περισσότης — extravagance fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσότης — ητος, ἡ, ΜΑ βλ. περιττότητα … Dictionary of Greek
περισσότητα — περισσότης extravagance fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσότητες — περισσότης extravagance fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσότητος — περισσότης extravagance fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιττότης — περισσότης extravagance fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιττότησι — περισσότης extravagance fem dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιττότησιν — περισσότης extravagance fem dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιττότητα — περισσότης extravagance fem acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιττότητας — περισσότης extravagance fem acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιττότητες — περισσότης extravagance fem nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)