-
81 απερισσος
-
82 αρτιοπερισσος
атт. ἀρτιοπέριττος 2являющийся произведением двух на нечетное число (sc. ἀριθμός Arst., Plut.) -
83 излишний
изли́ш||нийприл περιττός, παραπανίσιος, περισσός, περίσσιος. -
84 изобильный
изоби́л||ьныйприл ἄφ-θονος, δαψιλός, περισσός. -
85 περιττός
περιττός / περισσός, ή, όν ['чрезмерный'] 1. чрезвычайный; изысканный; 2. излишний, бесполезный; 3. нечетный (ant. ἄρτιος) -
86 περισσά
-
87 περισσᾷ
-
88 περισσάς
-
89 περισσᾶς
-
90 περισσή
-
91 περισσῇ
-
92 περισσής
-
93 περισσῆς
-
94 περισσήσι
-
95 περισσῇσι
-
96 περισσήσιν
-
97 περισσῇσιν
-
98 περισσαίς
-
99 περισσαῖς
-
100 περισσοίς
См. также в других словарях:
περισσός — beyond the regular number masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσός — ή, ό και περιττός, ή, ό / περισσός, ή, όν, ΝΜΑ, και περσός, ή, ό Ν, και αττ. τ. περιττός, ή, όν, Α 1. αυτός που υπερβαίνει το κανονικό μέτρο, που περισσεύει, που πλεονάζει, περίσσιος, παραπανήσιος 2. άφθονος, πολύς 3. (στη νεοελλ. μόνον ο τ.… … Dictionary of Greek
περίσσος — α, ο βλ. περίσσιος … Dictionary of Greek
περίσσος — η, ο αυτός που ξεπερνά το κανονικό μέτρο, άφθονος, παραπανίσιος, περίσσιος: Όπου με βάνου ς λογισμό και σε περίσσα κάλλη (Σολωμός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περισσός — ή, ό βλ. περίσσιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περισσά — περισσός beyond the regular number neut nom/voc/acc pl περισσά̱ , περισσός beyond the regular number fem nom/voc/acc dual περισσά̱ , περισσός beyond the regular number fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσότερον — περισσός beyond the regular number adverbial comp περισσός beyond the regular number masc acc comp sg περισσός beyond the regular number neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιττά — περισσός beyond the regular number neut nom/voc/acc pl (attic) περιττά̱ , περισσός beyond the regular number fem nom/voc/acc dual (attic) περιττά̱ , περισσός beyond the regular number fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιττότερον — περισσός beyond the regular number adverbial comp (attic) περισσός beyond the regular number masc acc comp sg (attic) περισσός beyond the regular number neut nom/voc/acc comp sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσοτέρων — περισσός beyond the regular number fem gen comp pl περισσός beyond the regular number masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσοτέρως — περισσός beyond the regular number adverbial comp περισσός beyond the regular number masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)