-
41 periodical
[-'o-]noun (a magazine which is issued regularly (every week, month etc).) περιοδικό,έντυπο -
42 quarter
['kwo:tə] 1. noun1) (one of four equal parts of something which together form the whole (amount) of the thing: There are four of us, so we'll cut the cake into quarters; It's (a) quarter past / (American) after four; In the first quarter of the year his firm made a profit; The shop is about a quarter of a mile away; an hour and a quarter; two and a quarter hours.) τέταρτο2) (in the United States and Canada, (a coin worth) twenty-five cents, the fourth part of a dollar.) κέρμα 25 σεντς, ένα τέταρτο του δολαρίου3) (a district or part of a town especially where a particular group of people live: He lives in the Polish quarter of the town.) συνοικία4) (a direction: People were coming at me from all quarters.) πλευρά, σημείο5) (mercy shown to an enemy.) έλεος (σε ηττημένο εχθρό)6) (the leg of a usually large animal, or a joint of meat which includes a leg: a quarter of beef; a bull's hindquarters.) τέταρτο σφαγίου7) (the shape of the moon at the end of the first and third weeks of its cycle; the first or fourth week of the cycle itself.) τέταρτο σελήνης8) (one of four equal periods of play in some games.) τέταρτο παιχνιδιού9) (a period of study at a college etc usually 10 to 12 weeks in length.) τρίμηνο, τριμηνία2. verb1) (to cut into four equal parts: We'll quarter the cake and then we'll all have an equal share.) κόβω στα τέσσερα2) (to divide by four: If we each do the work at the same time, we could quarter the time it would take to finish the job.) διαιρώ δια τέσσερα3) (to give (especially a soldier) somewhere to stay: The soldiers were quartered all over the town.) παρέχω κατάλυμα, στρατωνίζω•3. adverb(once every three months: We pay our electricity bill quarterly.) ανά τρίμηνο4. noun(a magazine etc which is published once every three months.) τριμηνιαίο περιοδικό- quarters- quarter-deck
- quarter-final
- quarter-finalist
- quartermaster
- at close quarters -
43 журнал
[ζουρνάλ] ουσ. α περιοδικό -
44 журнал
[ζουρνάλ] ουσ α περιοδικό -
45 бюллетень
-я α.1. δελτίο•бюллетень погоды δελτίο καιρού.
2. περιοδική έκδοση•бюллетень академии наук περιοδικό της Ακαδημίας επιστημών.
3. ψηφοδέλτιο.4. πιστοποιητικό νοσηλείας. -
46 востоковедный
κ. востоковедческий, επ. ασιανολογικός•востоковедный журнал ασιανολογικό περιοδικό.
-
47 выписать
пишу, -пишешь, ρ.σ.μ.1. αντιγράφω (περικοπές, αποσπάσματα), ξεσηκώνω.2. καθαρογράφω. || σχεδιάζω, παρασταίνω με επιμέλεια.3. γράφω, δίνω έγγραφο•выписать квитанцию δίνω απόδειξη•
выписать счет δίνω γραπτό λογαρισμό.
4. γράφομαι, εγγράφομαι συνδρομητής•выписать газету, журнал γράφομαι συνδρομητής στην εφημερίδα, στο περιοδικό.
5. δίνω εξιτήριο•выписать из госпиталя δίνω εξιτήριο από το στρατιωτικό νοσοκομείο.
1. παίρνω εξιτήριο•он -лся из госпиталя πήρε εξιτήριο από το στρατιωτικό νοσοκομείο.
2. παλ. χάνω τη συγγραφική λογοτεχνική ικανότητα. -
48 двухмесячный
επ.δίμηνος•двухмесячный отпуск δίμηνη άδεια•
двухмесячный журнал δίμηνο περιοδικό•
двухмесячный ребенок δίμηνο βρέφος.
-
49 двухнедельный
επ.δυό εβδομάδων δεκαπενθήμερος•двухнедельный отпуск άδεια δυό εβδομάδων η δεκαπενθήμερη άδεια•
двухнедельный журнал δεκαπενθήμερο περιοδικό•
-ые котята γατάκια δυο’ βδομάδων.
-
50 ежегодник
-а α.ετήσιο περιοδικό. -
51 ежемесячник
-а α.μηνιάτικο περιοδικό. -
52 еженедельник
-а α.εβδομαδιαίο περιοδικό. -
53 еженедельный
επ.βδομαδιάτικος, εβδομαδιαίος•еженедельный журнал βδομαδιάτικο περιοδικό.
-
54 издавать
ρ.δ.βλ. издать.1. εκδίδομαι•ясурнал перестал издавать το περιοδικό έπαψε να εκδίδεται.
2. αναδίδομαι, διαχέομαι, ξαπλώνομαι (για ήχο, μυρουδιά κ.τ.τ.). -
55 иллюстрированный
επ. από μτχ.εικονογραφημένος•иллюстрированный журнал εικονογραφημένο περιοδικό.
-
56 иллюстрировать
-рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. иллюстрированный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.κ.σ.μ. εικονογραφώ (βιβλίο, περιοδικό). || μτφ.επεξηγώ•иллюстрировать свои доказательства цитатами επεξηγώ τη μαρτυρία μου με περικοπές έργων.
|| εικονογραφούμαι. || μτφ.επεξηγούμαι. -
57 книжка
-и θ.1. βλ. книга; интересная книжка ενδιαφέρον βιβλίο•записная книжка σημειωματάριο, δεφτέρι.
2. μεγάλο περιοδικό.3. βιβλιάριο•трудовая книжка βιβλιάριο εργασίας•
чековая книжка το καρνέ των τσεκ•
сберегательная книжка βιβλιάριο ταμιευτηρίου•
расчётная книжка βιβλιάριο πληρωμής•
положить деньги на -у βάζω χρήματα•
ото ταμιευτήριο.
4. ο εχίνος του στομάχου των μηρυκαστικών. -
58 мода
-ы θ.1. μόδα, συρμός•по -е με τη μόδα•
входить в -у γίνομαι της μόδας•
ввести в -у μπάζω στη μόδα (στο συρμό)•
быть в -е είμαΐ της μόδας•
выходить из -ы βγαίνω από τη μόδα•
быть не в -е δεν είμαι της μόδας•
по последней -е με την τελευταία λέξη της μόδας•
журнал мод περιοδικό της μόδας.
(απλ.) συνήθεια, έθιμο.2. πλθ. моды, мод τα είδη του συρμού. -
59 модный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. της μόδας•-ое платье φόρεμα της μόδας•
модный журнал περιοδικό της μόδας.
2. μοντέρνος•модный писатель μοντέρνος συγγραφέας•
-ая песенка μοντέρνο τραγουδάκι/.
-
60 напечатать
ρ.δ.βλ. печатать.1. τυπώνομαι, τυπογραφούμαι.2. τυπώνω•ему уда-лосъ напечатать в этом журнале αυτός κατόρθωσε να το τυπώσει σ αυτό το περιοδικό.
См. также в других словарях:
περιοδικό — το έντυπο που κυκλοφορεί κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα: Λογοτεχνικό περιοδικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Περιοδικό μας — (το). Τίτλος δεκαπενθήμερου φιλολογικού και καλλιτεχνικού περιοδικού (1900 1902). Ιδρύθηκε από το Γ. Βώκο με έδρα τον Πειραιά. Το περιοδικό αυτό υπήρξε, στην εποχή του, ένα από τα αξιολογότερα του είδους … Dictionary of Greek
Ελληνομνήμων ή Σύμμικτα Ελληνικά — Περιοδικό ιστορικού περιεχομένου που εξέδιδε στην Αθήνα από το 1843 έως το 1853 ο X. Νικολαΐδης Φιλαδελφεύς. Στη συντακτική του ομάδα ανήκε ο Ανδρέας Μουστοξύδης. Το περιοδικό περιείχε μελέτες που αφορούσαν κυρίως τη νεότερη ελληνική ιστορία.… … Dictionary of Greek
Αττικόν Ημερολόγιον — Περιοδικό που ίδρυσε ο Ειρηναίος Ασώπιος το 1867. Η έκδοσή του συνεχίστηκε έως το 1896. Στο περιοδικό αυτό πρωτοδημοσίευσε κείμενό του στην Αθήνα ο Κ. Παλαμάς (1875) … Dictionary of Greek
Εκκλησιαστικός Φάρος — Περιοδικό του πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Ιδρύθηκε το 1908 και εξακολούθησε να εκδίδεται τακτικά έως το 1951. Από το 1961 και μετά, και κυρίως από το 1969, εκδόθηκαν μερικά τεύχη του, σε πολύ αραιά χρονικά διαστήματα. Πρώτος διευθυντής του… … Dictionary of Greek
Αρχείον Πόντου — Περιοδικό στο οποίο καταχωρήθηκαν μελέτες ιστορικού, φιλολογικού, λαογραφικού και γλωσσικού περιεχομένου, που αναφέρονταν στον ελληνισμό του Πόντου (1928 42). Τη διεύθυνσή του είχε αναλάβει επιτροπή με επικεφαλής τον κατοπινό αρχιεπίσκοπο Αθηνών… … Dictionary of Greek
Θρακικά — Περιοδικό (1928 44), στο οποίο καταχωρήθηκαν αξιόλογα λαογραφικά, ιστορικά και γλωσσολογικά άρθρα σχετικά με τη Θράκη … Dictionary of Greek
Ιωνική Μέλισσα — Περιοδικό της Σμύρνης που εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 1850 από τον Α. Πατρίκιο με φιλολογική και εγκυκλοπαιδική ύλη. Κυριότεροι συνεργάτες του ήταν ο λόγιος Ικέσιος Λάτρης και οι Θ. Τιμαγένης και Ν. Κατρέβας. Η έκδοσή του διακόπηκε τον Αύγουστο του … Dictionary of Greek
περιοδικός τύπος — Η έκφραση υποδηλώνει το σύνολο εκείνο των εντύπων (επιθεωρήσεις, δελτία, ακαδημαϊκά δημοσιεύματα, εβδομαδιαία λαϊκά περιοδικά ποικίλων θεμάτων, εξειδικευμένες εκδόσεις, κόμικς, κ.λπ.) που, αν και έχουν μια κανονική περιοδικότητα, αφήνουν να… … Dictionary of Greek
Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… … Dictionary of Greek
περίοδος — Τμήμα του λόγου που αποτελείται από μία ή περισσότερες προτάσεις. Στον γραπτό λόγο, μια π. χωρίζεται συνήθως από τις άλλες με τελεία, θαυμαστικό ή ερωτηματικό. Η διάκριση των π. σε δύο τύπους, την απλή π. (με μία μόνο πρόταση) και τη σύνθετη (με… … Dictionary of Greek