-
1 περιβρίθω
περι-βρίθω, rings herum beschweren, u. intrans., rings schwer lasten, aufliegen
См. также в других словарях:
περιβρίθω — ΜΑ είμαι εντελώς γεμάτος από κάτι, είμαι υπερπλήρης αρχ. είμαι πάρα πολύ βαρύς, σκύβω από το βάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βρίθω «είμαι γεμάτος»] … Dictionary of Greek