-
1 περιφασις
-
2 αποφασις
III- εως ἥ [ἀποφαίνω]1) заявление, утверждение, тж. мнение, высказывание(ὑπό τινος λεγομένη Polyb.; ἀποφάσεις καὴ δόξαι Plut.)
2) судебное решение, приговор(τῆς δίκης Dem.)
3) инвентарная опись(τῆς οὐσίας Dem.)
4) ответ(ἀπόφασιν δοῦναι περί τινος Polyb.)
См. также в других словарях:
φάση — Στη χημεία είναι οποιοδήποτε ομογενές μέρος ενός συστήματος, δηλαδή με τις αυτές φυσικές και χημικές ιδιότητες σε κάθε σημείο του, και φυσικά, διακριτό ώστε να διαχωρίζεται από τα άλλα μέρη του συστήματος από σαφώς καθορισμένες οριακές επιφάνειες … Dictionary of Greek