-
1 περιπατος
ὅ1) гуляние, прогулка(περιπάτους ποιεῖσθαι Plat.; ἐξανίστασθαι εἰς περίπατον Xen.)
2) место для гуляния Xen., Plut.3) собеседование, философская беседа во время прогулки(περί τινος Arph.)
4) философская школа Аристотеля (который учил, прохаживаясь со своими учениками в περίπατος афинского Ликея)οἱ ἀπὸ τοῦ περιπάτου Plut. или οἱ ἐκ τοῦ περιπάτου Luc. — перипатетики, ученики Аристотеля
См. также в других словарях:
πατώ — και πατάω / πατῶ, έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ 1. έχω ή βάζω το πόδι μου πάνω σε κάτι, σε έναν τόπο ή σε ένα αντικείμενο (α. «πάτησα ένα καρφί» β. «χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῑν», Σοφ.) 2. λεηλατώ, διαρπάζω, κυριεύω (α. «πατήσανε το κάστρο» β. «πόλιν...… … Dictionary of Greek
μεσόπατος — μεσόπατος, ὁ και μεσόπατον, τὸ (Μ) μέρος τής οικίας ή δωμάτιο που βρίσκεται ανάμεσα σε πατώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * πάτος (πρβλ. από πατος, περί πατος)] … Dictionary of Greek
ευπερίπατος — εὐπερίπατος, ον (Α) αυτός που δεν εμποδίζει κάποιον να περπατά εύκολα («φέρεις ἄλγημα... εὐπερίπατον», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί πατος] … Dictionary of Greek
πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… … Dictionary of Greek