-
1 περιαλλα
adv.1) преимущественно, особенноπ. δ΄ ὅ Διόνυσος HH. — (боги развеселились), особенно же Дионис;
τί ποτε π. κακῶν μέρος ἐξέλαχον ; Arph. — почему эти бедствия выпали именно мне на долю?2) чрезвычайно, ужасно(δύρομαι ὡς π. Soph.)
См. также в других словарях:
Περίαλλα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίαλλα — Α επίρρ. βλ. περίαλλος (II) … Dictionary of Greek
περίαλλα — περίαλλος before all others neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περίαλλ' — Περίαλλα , Περίαλλα fem nom/voc sg Περίαλλαι , Περίαλλα fem nom/voc pl Περίαλλε , Περίαλλος before all others masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίαλλ' — περίαλλα , περίαλλος before all others neut nom/voc/acc pl περίαλλε , περίαλλος before all others masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περίαλλαν — Περίαλλα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίαλλος — (I) ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἰσχίον». (II) ον, Α 1. αυτός που είναι υπέρτερος από άλλον 2. υπέροχος, έξοχος, θαυμάσιος 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) περίαλλα προπάντων, κατ εξοχήν, κυρίως («ὃν περίαλλ ἐτίμησε Λοξίας», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * … Dictionary of Greek