-
1 налево
налево αριστερά' пройдите \налево περάστε αριστερά" \налево от вас στ' αριστερά σας* * *пройди́те нале́во — περάστε αριστερά
нале́во от вас — στ'αριστερά σας
-
2 направо
направо δεξιά· пройдите \направо περάστε δεξιά· \направо от вас στα δεξιά σας* * *пройди́те напра́во — περάστε δεξιά
напра́во от вас — στα δεξιά σας
-
3 пройти
пройти 1) περνώ, διαβαίνω· \пройти мимо προσπερνώ· пройдите сюда, пожалуйста! περάστε εδώ, παρακαλώ! прошло два часа πέρασαν δυο ώρες· концерт прошёл удачно το κοντσέρτο είχε επιτυχία 2) (прекратиться) περνώ, παύω* * *1) περνώ, διαβαίνωпройти́ ми́мо — προσπερνώ
пройди́те сюда́, пожа́луйста! — περάστε εδώ, παρακαλώ!
прошло́ два часа́ — πέρασαν δυο ώρες
конце́рт прошёл уда́чно — το κοντσέρτο είχε επιτυχία
2) ( прекратиться) περνώ, παύω -
4 изволить
изво||литьнесов1. (с инф. для выражения повеления):\изволитьльте выйти! περάστε ἐξω!·2. (для выражения согласия) παρακαλώ, ὀρίστε:дайте мне книгу, изво́льте! δόστε μου τό βιβλίο, \изволить Παρακαλώ!·3. уст. ὁρίζω, προστάζω:чего́ \изволитьлите? τί ὁρίζετε; στούς ὁρισμούς σας;· ◊ теперь \изволитьльте его́ дожидаться τώρα εὐαρεστηθείτε νά τόν περιμένετε, τώρα κόπιασε νά τόν περιμένεις· \изволитьльте радоваться! χαρήτε! -
5 roll up
1) (to form into a roll: to roll up the carpet; He rolled up his sleeves.) τυλίγω, κάνω ρολό/ ανασκουμπώνω2) (to arrive: John rolled up ten minutes late.) καταφτάνω/ συρρέω3) ((especially shouted to a crowd at a fair etc) to come near: Roll up! Roll up! Come and see the bearded lady!) για περάστε! -
6 пожаловать
ρ.σ.1. βλ. жаловать (1 σημ.).2. μ., προστκ. пожалуй(те)παλ. δόσε, δόστε•-те деньги δόστε τα χρήματα.
3. παλ. έρχομαι, επισκέπτομαι•прошу пожаловать ко мне на обед σας παρακαλώ, ελάτε να γευματίσομε μαζί.
|| προστκ. -луйте ωρίστε, περάστε• ελάτε.βλ. жаловаться. -
7 просить
прошу, просишь, μτχ. ενστ. Προ проситьсящий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прошенный, βρ: -шен, -а, -оρ.δ.1. μ. ζητώ, αιτώ•просить помощи ζητώ βοήθεια•
просить прощения ζητώ συγγνώμη.
|| προτείνω, παρακαλώ•-шу садиться παρακαλώ καθήστε•
здесь -ят не курить παρακαλείστε να μη καπνίζετε εδώ•
просить соблюдать тишину παρακαλώ να τηρηθεί ησυχία.
2. φροντίζω• ενδιαφέρομαι.3. (προσ)καλώ, φωνάζω.4. μ. (γ1• просить εμπορευματική τιμή)• ζητώ•он -ит дорого αυτός ζητά ακριβά.
5. ζητώ ελεημοσύνη.6. παλ. μηνύω, κάνω μήνυση.εκφρ.прошу (вас) – ω-ρίστε, περάστε, κοπιάστε.1. παρακαλώ• ζητώ• θέλω, επιθυμώ•просить отпуск ζητώ άδεια•
просить гулять ζητώ (θέλω) να πάω περίπατο.
2. αιτούμαι, ζητώ•просить на службу ζητώ να προσληφθώ στη υπηρεσία.
3. μτφ. ταιριάζω, αξίζω.εκφρ.просить наружу ή из души – (για αισθήματα) θέλω να βγω έξω, να ξεσπάσω, (να ξεθυμάνω).
См. также в других словарях:
ορίζω — (ΑΜ ὁρίζω, Α ιων. τ. οὐρίζω) [όρος (Ι)] 1. θέτω τα γεωγραφικά όρια ή χρησιμεύω ως όριο, δηλ. προσδιορίζω τη θέση τόπου, χώρας ή λαού (α. «τα Πυρηναία ορίζουν την Ισπανία προς βορράν» β. «τὴν αρχὴν ὥριζεν αὐτῷ ή Ἐρυθρά Θάλαττα», Ξεν.) 2. διατυπώνω … Dictionary of Greek
Katman — Infobox musical artist Name = Katman (Nikos Katelis) Img capt = Img size = Landscape = Background = solo singer Birth name = Nikos Katelis Alias = Katman Born = Died = Origin = Instrument = Genre = Pop, modern laika Occupation = Years active =… … Wikipedia
Стефаниду, Смаро — Смаро Стефаниду греч. Σμάρω Στεφανίδου Род деятельности: актриса Дата рождения … Википедия
περνώ — άω, Ν 1. (για αιχμηρά αντικείμενα ή για ψυχικές διαθέσεις) διαπερνώ, διατρυπώ (α. «τόν πέρασε η σφαίρα πέρα πέρα» β. «κρυφή λαχτάρα επέρασε τα βάθη μιας ψυχής», Γρυπ.) 2. διαβιβάζω μέσα από μια οπή (α. «πέρασέ μου την κλωστή στη βελόνα» β. «περνώ … Dictionary of Greek
περνώ — πέρασα, περάστηκα, περασμένος 1. μτβ., διαπερνώ, περνώ πέρα πέρα κάτι, τρυπώ: Πέρασε το σωλήνα από τον τοίχο. 2. περνώ από τρύπα: Πέρασε την κλωστή από την τρύπα του βελονιού. 3. περνώ κάτι από το ένα μέρος στο άλλο ή μέσα ή πάνω από κάτι:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προβάρω — (από λ. ιταλ.), κάνω δοκιμή, δοκιμάζω: Περάστε στο θάλαμο να προβάρετε το φόρεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)