-
21 зуб
-а, πλθ. зубы, -ов, κ. зубья, -ьев α.1. δόντι•коренной зуб ο τραπεζίτης•
молочный зуб ο γαλαξίας (γαλακτίας)•
глазевые -ы οι κυνόνοντες•
зуб мудрости ο φρονιμίτης•
вставные -ы τα βαλτά δόντια•
-ы передние τα μπροστινά δόντια (οι, κοπτήρες)•
-ы прорезались τά δόντια έσκασαν (αναφύησαν).
2. μτφ. κάθε οδοντοειδής εξοχή οργάνου•зубья! пилы δόντια του πριονιού.
εκφρ.зуб за зуб – τρωγώμαστε σαν τα σκυλιά•зуб на зуб не попадает – μου φεύγει το κατακλείδι (από κρύο, φόβο κ.τ.τ.)•- ами держаться – κρατιέμαι με τα δόντια (επίμονα δεν υποχωρώ)•- ы разгорелись – καίγομαι από την επιθυμία•глядеть ή смотрть в -ы – κοιτάζω με ποιόν έχω να κάνω και ανάλογα να συμπεριφερθώ•вооруженный до -ов – (εξ)οπλισμένος ως τα δόντια (σαν αστακός)•вырвать от -ов – αποσπώ από τα δόντια (με μεγάλη δυσκολία)•иметь зуб на кого ή против кого – έχω άχτι (αμάχη) για κάποιον•-ы на пол положить ή класть – δεν έχω τίποτε για να φάω, τα δόντια μου μένουν άπραγα•ломать –ы на чем – σπάζω τα μούτρα (αποτυχαίνω οικτρά)•показывать -ы – δείχνω τα δόντια (την κακία)•стиснуть -ы – σφίγγοντας τα δόντια (υπερεντείνοντας τις δυνάμεις)•- ы съесть на чём – έχει περάσει πολλά η καμπούρα μου, είνιαι πεπειραμένος (παθός зуб μαθός)•точить -ы – α) σου, του κλπ. έχω ράμματα για τη γούνα, β) τροχώ τα δόντια (ετοιμάζομαι αρπάξω)•чесать -ы – (απλ.)1 φλυαρώ• κουτσομπολεύω•навязло в –ах – πολύ τον (την κλπ.) βαρέθηκα•не по -ам – δεν είναι για τα δόντια (σου, του κ.τ.τ.)•ни в зуб толкнуть – δεν ξέρω γρυ, δε σκαμπάζω τίποτε•сквозь -ы (говорить, бормотать κλπ.) – μουρμουρίζω, μεμψιμοιρώ. -
22 искусник
-а α.-ница, -ы θ.Ιέμπειρος, -η, πεπειραμένος• δεξιοτέχνης, αριστοτέχνης, επιδέξιος. -
23 мастак
-а α. (απλ.) ειδικός, πεπειραμένος• τεχνίτης, μάστορας. -
24 матёрый
κ. матеройεπ.μεγάλος, τρανός, θερίος, γιγαντωμένος (για ζώα)•матёрый волк θερίος λύκος.
|| έμπειρος, πεπειραμένος• επιδέξιος. || άσπονδος, αδιάλλακτος, φανατικός, βαμμένος•матёрый враг άσπονδος εχθρός.
-
25 намётанный
επ. από μτχ.συνηθισμένος, εξασκημένος, πεπειραμένος. -
26 осведомлённый
επ. από μτχ.πληροφορημένος• ενημερωμένος, κατατοπισμένος. || έμπειρος• πεπειραμένος γνώστης. -
27 практик
-а α.πρακτικός• έμπειρος,πεπειραμένος•учный-практик πρακτικός επιστήμονας•
он теоретик и практик αυτός είναι θεωρητικός και πρακτικός.
-
28 птица
-ы θ.1. πτηνό, πουλί•домашние -ы οικόσιτα πτηνά•
хишные -ы αρπαχτικά πτηνά•
морская птица θαλασσοπούλι.
2. ειρν. κοινωνικός παράγοντας.εκφρ.обстрелянная (стрелянная) птица – έμπειρος, πεπειραμένος, ψημένος• μπαρουτοκαπνισμένος•жить как небесная птица – ζω σαν το πουλί του ουρανού (αμέριμνα, όσα παν κι όσα έρθουν). -
29 служака
-и α. παλιοκαραβανάς (πεπειραμένος στρατιωτικός) -
30 стреляный
επ.1. σκοτωμένος με πυροβολισμό.2. πυροβολισμένος, τουφεκισμένος•-ая птица τουφεκισμένο πουλί (πολύ φοβισμένο).
|| μπαρουτοκαπνισμένος•стреляный боец μπαρουτοκαπνισμένος μαχητής.
|| πεπειραμένος, ψημένος.3. μεταχειρισμένος•стреляный пистолет μεταχειρισμένο πιστόλι (όχι καινούριο).
εκφρ.стреляный воробей ή зверь – πολύπειρος (σαν το πουλί ή το θηρίο, που πολλές φορές πυροβολήθηκε). -
31 тёртый
επ. από μτχ.1. τριφτός, τριμμένος•-сыр τριμμένο κεφαλοτύρι.
2. μτφ. πεπειραμένος, εντριβής, ψημένος, ξεσκολισμένος. -
32 травленый
-
33 хороший
επ., βρ: -ρόπΐ-έ, -ό.1. καλός•-человек καλός άνθρωπος•
-ая лошадь καλό άλογο•
хороший почерк καλός γραφικός χαρακτήρας•
-аппетит καλή όρεξη•
хороший совет καλή συμβουλή•
хороший конец καλό τέλος•
-ая мысль καλή σκέψη•
-пример καλό παράδειγμα•
-ее настроение καλή διάθεση•
-ая погода καλός καιρός.
|| πεπειραμένος, επιδέξιος• αριστοτέχνης•хороший организатор καλός οργανωτής•
хороший музыкант καλός μουσικός.
-ее ουσ. ουδ. το καλό.2. αρκετά μεγάλος σημαντικός• αρκετός•-ие деньги καλά χρήματα•
хороший рост καλό ανάστημα.
|| γερός, δυνατός•получить хороший насморк παίρνω γερό συνάχι.
3. όμορφος, ωραίος, θελκτικός, γοητευτικός.4. προσφιλής, αγαπητός.εκφρ.по -му – α) καλά, όπως πρέπει, β) με το καλό, ήρεμα, ήσυχα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πεπειραμένος — η, ο βλ. πειρῶμαι … Dictionary of Greek
πεπειραμένος — πεπειρᾱμένος , πειράω attempt perf part mp masc nom sg (attic) πεπειρᾱμένος , πειράω attempt perf part mp masc nom sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρώμαι — πειρῶμαι, άομαι, ΝΑ, πειρῶ, άω, Α προσπαθώ να πράξω ή να επιτύχω κάτι, επιχειρώ, αποπειρώμαι, δοκιμάζω («τους Σκύθας παρὰ Φᾱσιν ποταμὸν πειρᾱν ἐς τὴν Μηδικὴν ἐσβαλεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) πεπειραμένος, η, ο 1. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek
άιδρις — ἄιδρις (γεν. ιος και εος), ι (Α) αμαθής, άπειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἴδρις «πεπειραμένος, ειδήμων» < oἶδa. ΠΑΡ. αρχ. ἀιδρείη, ἀιδρήεις] … Dictionary of Greek
ίδρις — ἴδρις, ι (Α) 1. ο πεπειραμένος, ο γνώστης («ἀνήρ ἴδρις», Ομ. Οδ.) 2. ως ουσ. α) ο προνοητικός β) το μυρμήγκι («ἴδρις σωρόν ἀμᾱται», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ίδρις (< *Fιδ ρις) αποτελεί παρ. τού ρ. οίδα «γνωρίζω», εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα … Dictionary of Greek
δαΐφρων — (I) δαΐφρων ( ονος), ον (Α) 1. (ως επίθ. πολεμιστών) ο εμπειροπόλεμος, όποιος έχει πείρα και δεξιότητα στα πολεμικά 2. (για ιδιότητες ή καταστάσεις) αυτός που έχει ή προκαλεί γενναίο και υπερήφανο φρόνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον Όμηρο ήδη μαρτυρούνται… … Dictionary of Greek
δύτης — Άτομο που εφοδιάζεται με κατάλληλες αναπνευστικές συσκευές, ώστε να μπορεί να παραμείνει υποθαλάσσια, με σκοπό να εκτελέσει έρευνες και διάφορων ειδών εργασίες. Ο δ. χρησιμοποιεί συνήθως ένα ένδυμα από αδιάβροχο ύφασμα, το οποίο κλείνει ερμητικά… … Dictionary of Greek
εμπείριος — ἐμπείριος, ον (Μ) έμπειρος, πεπειραμένος … Dictionary of Greek
εμπειρικός — Επώνυμο οικογένειας εφοπλιστών από την Άνδρο. 1. Γεώργιος (1875 – 1945). Ξεκίνησε την εφοπλιστική του δραστηριότητα στη Ρουμανία. Το 1906 εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, όπου ασχολήθηκε με ναυτιλιακές και βιομηχανικές επιχειρήσεις. Το 1922 διορίστηκε… … Dictionary of Greek
εμπειρόμαχος — η, ο (Μ ἐμπειρόμαχος, ον) έμπειρος, πεπειραμένος στα πολεμικά … Dictionary of Greek
εμπειρόπλους — ἐμπειρόπλους, ουν (Μ) πεπειραμένος στα ναυτικά … Dictionary of Greek