Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πεπειραμένος

  • 21 зуб

    -а, πλθ. зубы, -ов, κ. зубья, -ьев α.
    1. δόντι•

    коренной зуб ο τραπεζίτης•

    молочный зуб ο γαλαξίας (γαλακτίας)•

    глазевые -ы οι κυνόνοντες•

    зуб мудрости ο φρονιμίτης•

    вставные -ы τα βαλτά δόντια•

    -ы передние τα μπροστινά δόντια (οι, κοπτήρες)•

    -ы прорезались τά δόντια έσκασαν (αναφύησαν).

    2. μτφ. κάθε οδοντοειδής εξοχή οργάνου•

    зубья! пилы δόντια του πριονιού.

    εκφρ.
    зуб за зуб – τρωγώμαστε σαν τα σκυλιά•
    зуб на зуб не попадает – μου φεύγει το κατακλείδι (από κρύο, φόβο κ.τ.τ.)•
    - ами держаться – κρατιέμαι με τα δόντια (επίμονα δεν υποχωρώ)•
    - ы разгорелись – καίγομαι από την επιθυμία•
    глядеть ή смотрть в -ы – κοιτάζω με ποιόν έχω να κάνω και ανάλογα να συμπεριφερθώ•
    вооруженный до -ов – (εξ)οπλισμένος ως τα δόντια (σαν αστακός)•
    вырвать от -ов – αποσπώ από τα δόντια (με μεγάλη δυσκολία)•
    иметь зуб на кого ή против кого – έχω άχτι (αμάχη) για κάποιον•
    -ы на пол положить ή класть – δεν έχω τίποτε για να φάω, τα δόντια μου μένουν άπραγα•
    ломать –ы на чем – σπάζω τα μούτρα (αποτυχαίνω οικτρά)•
    показывать -ы – δείχνω τα δόντια (την κακία)•
    стиснуть -ы – σφίγγοντας τα δόντια (υπερεντείνοντας τις δυνάμεις)•
    - ы съесть на чём – έχει περάσει πολλά η καμπούρα μου, είνιαι πεπειραμένος (παθός зуб μαθός)•
    точить -ы – α) σου, του κλπ. έχω ράμματα για τη γούνα, β) τροχώ τα δόντια (ετοιμάζομαι αρπάξω)•
    чесать -ы – (απλ.)1 φλυαρώ• κουτσομπολεύω•
    навязло в –ах – πολύ τον (την κλπ.) βαρέθηκα•
    не по -ам – δεν είναι για τα δόντια (σου, του κ.τ.τ.)•
    ни в зуб толкнуть – δεν ξέρω γρυ, δε σκαμπάζω τίποτε•
    сквозь -ы (говорить, бормотать κλπ.) – μουρμουρίζω, μεμψιμοιρώ.

    Большой русско-греческий словарь > зуб

  • 22 искусник

    α.
    -ница, -ы θ.
    Ιέμπειρος, -η, πεπειραμένος• δεξιοτέχνης, αριστοτέχνης, επιδέξιος.

    Большой русско-греческий словарь > искусник

  • 23 мастак

    α. (απλ.) ειδικός, πεπειραμένος• τεχνίτης, μάστορας.

    Большой русско-греческий словарь > мастак

  • 24 матёрый

    κ. матерой
    επ.
    μεγάλος, τρανός, θερίος, γιγαντωμένος (για ζώα)•

    матёрый волк θερίος λύκος.

    || έμπειρος, πεπειραμένος• επιδέξιος. || άσπονδος, αδιάλλακτος, φανατικός, βαμμένος•

    матёрый враг άσπονδος εχθρός.

    Большой русско-греческий словарь > матёрый

  • 25 намётанный

    επ. από μτχ.
    συνηθισμένος, εξασκημένος, πεπειραμένος.

    Большой русско-греческий словарь > намётанный

  • 26 осведомлённый

    επ. από μτχ.
    πληροφορημένος• ενημερωμένος, κατατοπισμένος. || έμπειρος• πεπειραμένος γνώστης.

    Большой русско-греческий словарь > осведомлённый

  • 27 практик

    α.
    πρακτικός• έμπειρος,πεπειραμένος•

    учный-практик πρακτικός επιστήμονας•

    он теоретик и практик αυτός είναι θεωρητικός και πρακτικός.

    Большой русско-греческий словарь > практик

  • 28 птица

    θ.
    1. πτηνό, πουλί•

    домашние -ы οικόσιτα πτηνά•

    хишные -ы αρπαχτικά πτηνά•

    морская птица θαλασσοπούλι.

    2. ειρν. κοινωνικός παράγοντας.
    εκφρ.
    обстрелянная (стрелянная) птица – έμπειρος, πεπειραμένος, ψημένος• μπαρουτοκαπνισμένος•
    жить как небесная птица – ζω σαν το πουλί του ουρανού (αμέριμνα, όσα παν κι όσα έρθουν).

    Большой русско-греческий словарь > птица

  • 29 служака

    α. παλιοκαραβανάς (πεπειραμένος στρατιωτικός)

    Большой русско-греческий словарь > служака

  • 30 стреляный

    επ.
    1. σκοτωμένος με πυροβολισμό.
    2. πυροβολισμένος, τουφεκισμένος•

    -ая птица τουφεκισμένο πουλί (πολύ φοβισμένο).

    || μπαρουτοκαπνισμένος•

    стреляный боец μπαρουτοκαπνισμένος μαχητής.

    || πεπειραμένος, ψημένος.
    3. μεταχειρισμένος•

    стреляный пистолет μεταχειρισμένο πιστόλι (όχι καινούριο).

    εκφρ.
    стреляный воробей ή зверь – πολύπειρος (σαν το πουλί ή το θηρίο, που πολλές φορές πυροβολήθηκε).

    Большой русско-греческий словарь > стреляный

  • 31 тёртый

    επ. από μτχ.
    1. τριφτός, τριμμένος•

    -сыр τριμμένο κεφαλοτύρι.

    2. μτφ. πεπειραμένος, εντριβής, ψημένος, ξεσκολισμένος.

    Большой русско-греческий словарь > тёртый

  • 32 травленый

    επ.
    χαρακτός (με οξέα).
    εκφρ.
    травленый волк – πεπειραμένος, ξεσκολισμένος.

    Большой русско-греческий словарь > травленый

  • 33 хороший

    επ., βρ: -ρόπΐ
    -έ, -ό.
    1. καλός•

    -человек καλός άνθρωπος•

    -ая лошадь καλό άλογο•

    хороший почерк καλός γραφικός χαρακτήρας•

    -аппетит καλή όρεξη•

    хороший совет καλή συμβουλή•

    хороший конец καλό τέλος•

    -ая мысль καλή σκέψη•

    -пример καλό παράδειγμα•

    -ее настроение καλή διάθεση•

    -ая погода καλός καιρός.

    || πεπειραμένος, επιδέξιος• αριστοτέχνης•

    хороший организатор καλός οργανωτής•

    хороший музыкант καλός μουσικός.

    -ее ουσ. ουδ. το καλό.
    2. αρκετά μεγάλος σημαντικός• αρκετός•

    -ие деньги καλά χρήματα•

    хороший рост καλό ανάστημα.

    || γερός, δυνατός•

    получить хороший насморк παίρνω γερό συνάχι.

    3. όμορφος, ωραίος, θελκτικός, γοητευτικός.
    4. προσφιλής, αγαπητός.
    εκφρ.
    по -му – α) καλά, όπως πρέπει, β) με το καλό, ήρεμα, ήσυχα.

    Большой русско-греческий словарь > хороший

См. также в других словарях:

  • πεπειραμένος — η, ο βλ. πειρῶμαι …   Dictionary of Greek

  • πεπειραμένος — πεπειρᾱμένος , πειράω attempt perf part mp masc nom sg (attic) πεπειρᾱμένος , πειράω attempt perf part mp masc nom sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρώμαι — πειρῶμαι, άομαι, ΝΑ, πειρῶ, άω, Α προσπαθώ να πράξω ή να επιτύχω κάτι, επιχειρώ, αποπειρώμαι, δοκιμάζω («τους Σκύθας παρὰ Φᾱσιν ποταμὸν πειρᾱν ἐς τὴν Μηδικὴν ἐσβαλεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) πεπειραμένος, η, ο 1. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • άιδρις — ἄιδρις (γεν. ιος και εος), ι (Α) αμαθής, άπειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἴδρις «πεπειραμένος, ειδήμων» < oἶδa. ΠΑΡ. αρχ. ἀιδρείη, ἀιδρήεις] …   Dictionary of Greek

  • ίδρις — ἴδρις, ι (Α) 1. ο πεπειραμένος, ο γνώστης («ἀνήρ ἴδρις», Ομ. Οδ.) 2. ως ουσ. α) ο προνοητικός β) το μυρμήγκι («ἴδρις σωρόν ἀμᾱται», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ίδρις (< *Fιδ ρις) αποτελεί παρ. τού ρ. οίδα «γνωρίζω», εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα …   Dictionary of Greek

  • δαΐφρων — (I) δαΐφρων ( ονος), ον (Α) 1. (ως επίθ. πολεμιστών) ο εμπειροπόλεμος, όποιος έχει πείρα και δεξιότητα στα πολεμικά 2. (για ιδιότητες ή καταστάσεις) αυτός που έχει ή προκαλεί γενναίο και υπερήφανο φρόνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον Όμηρο ήδη μαρτυρούνται… …   Dictionary of Greek

  • δύτης — Άτομο που εφοδιάζεται με κατάλληλες αναπνευστικές συσκευές, ώστε να μπορεί να παραμείνει υποθαλάσσια, με σκοπό να εκτελέσει έρευνες και διάφορων ειδών εργασίες. Ο δ. χρησιμοποιεί συνήθως ένα ένδυμα από αδιάβροχο ύφασμα, το οποίο κλείνει ερμητικά… …   Dictionary of Greek

  • εμπείριος — ἐμπείριος, ον (Μ) έμπειρος, πεπειραμένος …   Dictionary of Greek

  • εμπειρικός — Επώνυμο οικογένειας εφοπλιστών από την Άνδρο. 1. Γεώργιος (1875 – 1945). Ξεκίνησε την εφοπλιστική του δραστηριότητα στη Ρουμανία. Το 1906 εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, όπου ασχολήθηκε με ναυτιλιακές και βιομηχανικές επιχειρήσεις. Το 1922 διορίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • εμπειρόμαχος — η, ο (Μ ἐμπειρόμαχος, ον) έμπειρος, πεπειραμένος στα πολεμικά …   Dictionary of Greek

  • εμπειρόπλους — ἐμπειρόπλους, ουν (Μ) πεπειραμένος στα ναυτικά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»