-
1 πεντετηρις
1) пятилетиеδιὰ πεντετηρίδος Her. — каждое пятилетие
2) праздник, справляемый каждое пятилетие Her., Thuc.
См. также в других словарях:
πενταετηρίδα — η / πενταετηρίς, ίδος και πεντετηρίς και αιολ. τ. πεμπέτηρις, Α 1. χρονικό διάστημα πέντε χρόνων, η πενταετία 2. η πέμπτη επέτειος ενός σημαντικού γεγονότος 3. η γιορτή που γίνεται με την ευκαιρία τής συμπλήρωσης πέντε χρόνων αρχ. ως επίθ. αυτός… … Dictionary of Greek