-
21 πελάτην
πελάτηςone who approaches: masc acc sg (attic epic ionic)πελά̱την, πελάωimperf ind act 3rd dual (homeric ionic) -
22 πελάτου
πελάτηςone who approaches: masc gen sg -
23 müşteri
πελάτης, αγοραστής -
24 πελατας
-
25 заказчик
-
26 клиент
-
27 пациент
-
28 покупатель
покупатель м о αγοραστής, ο πελάτης* \покупательница η πελάτισσα.* * *м; ж - покупательницаο αγοραστής, ο πελάτης -
29 πελάτα
πελάται, πελάτηςone who approaches: masc nom /voc plπελάτᾱͅ, πελάτηςone who approaches: masc dat sg (doric aeolic) -
30 πελάτᾳ
πελάται, πελάτηςone who approaches: masc nom /voc plπελάτᾱͅ, πελάτηςone who approaches: masc dat sg (doric aeolic) -
31 πελάταν
πελάτᾱν, πελάτηςone who approaches: masc acc sg (epic doric aeolic)πελάτηςone who approaches: masc acc sg -
32 πελάτας
πελάτᾱς, πελάτηςone who approaches: masc acc plπελάτᾱς, πελάτηςone who approaches: masc nom sg (epic doric aeolic) -
33 client
1) (a person who receives professional advice from a lawyer, accountant etc.) πελάτης2) (a customer: That hairdresser is very popular with his clients.) πελάτης• -
34 πελατικός
πελατικός, zum πελάτης gehörig, τὸ πελατικόν, die Klasse od. Menge von Menschen, die um Lohn arbeiten oder die sich zu einem Patron halten, Sp.
-
35 πελατεία
-
36 πελάστης
-
37 πελάτις
-
38 πλήτης
-
39 абонент
1. свз. о συνδρομητ/ής 2. (аппаратура) о σταθμός, η μονάδα επικοινωνίας 3. (владелец абонента) о συνδρομητής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > абонент
-
40 заказчик
ο παραγγελιοδόχ/ος, ο παραγ-γελιοδότης, ο πελάτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заказчик
См. также в других словарях:
πελάτης — one who approaches masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελάτης — ο, θηλ. πελάτις, ΝΜΑ, θηλ. και πελάτισσα Ν 1. (στην αρχ. Ελλάδα) τάξη ελεύθερων αλλά φτωχών πολιτών, που για να ζήσουν ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται ως ημερομίσθιοι 2. (στην αρχ. Ρώμη) πολίτες με περιορισμένα, τουλάχιστον κατά τα πρώιμα χρόνια … Dictionary of Greek
πελάτης — ο θηλ. πελάτισσα αυτός που αγοράζει ταχτικά τα είδη ορισμένου καταστήματος ή ζητεί τις υπηρεσίες του ίδιου προσώπου: Οι πελάτες του καταστήματος, του γιατρού, του δικηγόρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πελάται — πελάτης one who approaches masc nom/voc pl πελάτᾱͅ , πελάτης one who approaches masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελατῶν — πελάτης one who approaches masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελάταις — πελάτης one who approaches masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελάτην — πελάτης one who approaches masc acc sg (attic epic ionic) πελά̱την , πελάω imperf ind act 3rd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελάτου — πελάτης one who approaches masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμώνας — ο 1. αυτός που συχνάζει, που επισκέπτεται συχνά έναν τόπο («θαμώνας καφενείου») 2. πελάτης καταστήματος («θαμώνας παντοπωλείου»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λόγια λέξη η οποία πλάστηκε αρχικά (1846) με τον τ. θαμώνης από τον Ιω. Ισ. Σκυλίτση, για να… … Dictionary of Greek
κουρείο — Το κατάστημα του κουρέα, γνωστό και ως κομμωτήριο. Ο κουρέας ή κομμωτής αναφέρεται και με την ονομασία μπαρμπέρης, λέξη ιταλικής προέλευσης, από την οποία αντίστοιχα και το κ. ονομάζεται μπαρμπέρικο. Τα σύγχρονα πολυτελή κ., και ιδιαίτερα των… … Dictionary of Greek
πελαστής — ὁ, Α πελάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού πελάτης < θ. πελα τού πελάζω (βλ. λ. πέλας) + κατάλ. στής] … Dictionary of Greek