Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πειθ

См. также в других словарях:

  • πεῖθ' — πεῖθε , πείθω persuade pres imperat act 2nd sg πεῖθε , πείθω persuade imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείσμων — ον 1. αυτός που έχει πείσμα, ισχυρογνώμων, πεισματάρης, δύστροπος 2. αυτός που γίνεται με πείσμα, πεισματώδης, πεισματάρικος («προέβαλε πείσμονα αντίσταση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < *πείθ μων (< θ. πειθ τού πείθω) + επίθημα μων (πρβλ. λήσμων). Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • CHYMENE — Graece Χυμένη et Χυμένιον, infimâ aetate, dicta est herba tinctoria, luteum faciens colorem, quâ excellentissimum in tota Graecia sericum lutenm tingi solitum, scribit, eruditus Herbarius. Eius meminit, praeter alios, Psellus, in Iatrico,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -άνος — ανός (Α άνος, ανός)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη της οποίας το αρχικό φωνήεν α είτε ανήκει σε δισύλλαβη ρίζα (ομηρ. έρανος < *werә nos είτε προέρχεται από ΙΕ *n (βάσκανος βασκαίνω < *βασκn ω). Το επίθημα ανο απαντά κυρίως στον σχηματισμό… …   Dictionary of Greek

  • ηχή — ἠχή και δωρ. τ. ἀχά, ή (Ą) 1. ήχος, θόρυβος, βοή 2. θρόισμα 3. ήχος χαρούμενου τραγουδιού 4. (στους τραγ.) κραυγή οδύνης, κραυγή θρήνου 5. έναρθρος ήχος, φωνή, φθόγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. ηχή (< *Fᾱχᾱ), ηχώ και το μτγν. ήχος ανάγονται πιθ. σε… …   Dictionary of Greek

  • κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… …   Dictionary of Greek

  • κομμώ — (I) κομμώ, οῡς, ἡ (Α) η ιέρεια που φρόντιζε το άγαλμα τής Αθηνάς στην Ακρόπολη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κομ τού κομῶ «φροντίζω» + κατάλ. ώ (πρβλ. βριμ ώ, πειθ ώ). Το διπλό μμ οφείλεται σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό]. (II) (Α κομμῶ, όω) [κομμώ (Ι)]… …   Dictionary of Greek

  • κυριαρχώ — (Μ κυριαρχῶ έω) είμαι κυρίαρχος, ασκώ κυριαρχικά δικαιώματα, άρχω, εξουσιάζω νεοελλ. υπερισχύω, επικρατώ, δεσπόζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + αρχώ (< άρχος < ἄρχω), πρβλ. ιερ αρχώ, πειθ αρχώ) …   Dictionary of Greek

  • ληθώ — ληθώ, ἡ (ΑM) η λήθη, η λησμονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληθ τού λανθάνω (πρβλ. λήθη) + κατάλ. ώ, (πρβλ. πειθ ώ)] …   Dictionary of Greek

  • ληκώ — (I) ληκῶ (Α) βλ. ληκάω. (II) ληκῶ, έω, δωρ. τ. λακῶ (Α) κροταλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληκ τού λάσκω* (πρβλ. λέληκα, παρακμ. τού λάσκω)]. (III) ληκώ, οῡς, ἡ (Α) το ανδρικό μόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληκ τού ληκάω + κατάλ. ώ (πρβλ. πειθ ώ)] …   Dictionary of Greek

  • λισσάνιος — λισσάνιος, ον (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «ἀγαθός» 2. φρ. «ὦ λυσσάνιε» καλέ μου φίλε. [ΕΤΥΜΟΛ. Λακωνικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Η λ. θεωρείται «σύνθ. εκ συναρπαγής» (λ. σχηματισμένη από ολόκληρη φράση) τού λισσὸς ἀνιᾶν «αυτός που δεν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»