-
1 πείθ'
πεῖθε, πείθωpersuade: pres imperat act 2nd sgπεῖθε, πείθωpersuade: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 πεῖθ'
πεῖθε, πείθωpersuade: pres imperat act 2nd sgπεῖθε, πείθωpersuade: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
3 πειθ-ανάγκη
πειθ-ανάγκη, ἡ, Ueberredung oder Gehorsam aus Zwang, wenn Einer unter dem Scheine von Frewilligkeit durch Furcht vor Strafe und Drohungen wozu bewegt wird, Pol. 22, 25, 8; vgl. Cic. Att. 9, 13; sprichwörtlich war die thessalische u. lakonische πειϑ. geworden, vgl. Valck. Hipp. p. 262.
-
4 πειθ-αρχικός
πειθ-αρχικός, ή, όν, gern, willig gehorchend; Arist. eth. 1, 13; Plut.
-
5 πειθ-αρχέω
πειθ-αρχέω, dem Vorgesetzten gehorchen oder folgen, übh. gehorsam sein, τινί; Soph. Tr. 1168; Eur. I. A. 1120; τοῖς νόμοις, Ar. Eccl. 762; Plat. Rep. VII, 538 d; Isocr. 3, 12. 4, 103; Pol. 3, 4, 3 u. öfter, u. Sp. – Her. braucht in demselben Sinne das med, ἔϑνος ἀσϑενὲς καὶ πειϑαρχέεσϑαι ἑτοῖμον, 5, 91.
-
6 πειθ-αρχία
πειθ-αρχία, ἡ, Gehorsam; Aesch. Spt. 206; Soph. Ant. 672; Plat. Rep. VII, 538 e.
-
7 πειθ-άρχησις
πειθ-άρχησις, ἡ, = πειϑαρχία, Euseb. u. Sp.
-
8 πειθ-άνωρ
-
9 πειθ-ήνιος
πειθ-ήνιος, dem Zügel folgsam, lenksam, vom Pferde, καὶ συνήϑης, Plut. de gen. Socr. 22 u. a. Sp.; τὸ πειϑήνιον, der Gehorsam, Hdn. 2, 10, 4; aber auch χαλινοί, zügelnd, lenkend, Plut. de Is. et Osir. 45; auch adv., Consol. Apoll. 4.
-
10 πείθ-αρχος
πείθ-αρχος, dem Vorgesetzten gehorchend, φρήν, Aesch. Pers. 206.
-
11 ἀ-πειθ-αρχία
ἀ-πειθ-αρχία, ἡ, Ungehorsam, Antiph. B. A. 78.
-
12 πειθανός
A = πιθ-, CPHerm.7.20 (iii A. D.), CPR232.13 (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πειθανός
-
13 πειθήνιος
A obedient to the rein, of a horse, Plu.Lyc.30 : metaph., Id.2.592c: generally, obedient,γυνή M.Ant. 1.17
, Hymn.Is. 101, cf. Plu.2.90b ; στράτευμα well-disciplined, Onos. 10.9 ; ; τὸ π. submissiveness, docility, Plu.2.442c. Adv. - ίως ib.102e, Ph.1.184; in Surgery, gently, Herod. [voice] Med. ap. Orib.10.18.15, Sor.1.70b, 2.10.II [voice] Act., that makes obedient,χαλινοί Plu.2.369c
; λόγος Vett. Val.150.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πειθήνιος
-
14 πειθανάγκη
πειθ-ᾰνάγκη, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πειθανάγκη
-
15 πειθαναλογία
πειθ-αναλογία, ἡ,A special pleading, PLips.40 iii 7 (iv A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πειθαναλογία
-
16 πειθάνιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πειθάνιος
-
17 πειθάνωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πειθάνωρ
-
18 πειθήμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πειθήμων
-
19 πειθανάγκη
πειθ-ανάγκη, ἡ, Überredung oder Gehorsam aus Zwang, wenn einer unter dem Scheine von Frewilligkeit durch Furcht vor Strafe und Drohungen wozu bewegt wird -
20 πειθάνωρ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πεῖθ' — πεῖθε , πείθω persuade pres imperat act 2nd sg πεῖθε , πείθω persuade imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείσμων — ον 1. αυτός που έχει πείσμα, ισχυρογνώμων, πεισματάρης, δύστροπος 2. αυτός που γίνεται με πείσμα, πεισματώδης, πεισματάρικος («προέβαλε πείσμονα αντίσταση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < *πείθ μων (< θ. πειθ τού πείθω) + επίθημα μων (πρβλ. λήσμων). Η λ.… … Dictionary of Greek
CHYMENE — Graece Χυμένη et Χυμένιον, infimâ aetate, dicta est herba tinctoria, luteum faciens colorem, quâ excellentissimum in tota Graecia sericum lutenm tingi solitum, scribit, eruditus Herbarius. Eius meminit, praeter alios, Psellus, in Iatrico,… … Hofmann J. Lexicon universale
-άνος — ανός (Α άνος, ανός)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη της οποίας το αρχικό φωνήεν α είτε ανήκει σε δισύλλαβη ρίζα (ομηρ. έρανος < *werә nos είτε προέρχεται από ΙΕ *n (βάσκανος βασκαίνω < *βασκn ω). Το επίθημα ανο απαντά κυρίως στον σχηματισμό… … Dictionary of Greek
ηχή — ἠχή και δωρ. τ. ἀχά, ή (Ą) 1. ήχος, θόρυβος, βοή 2. θρόισμα 3. ήχος χαρούμενου τραγουδιού 4. (στους τραγ.) κραυγή οδύνης, κραυγή θρήνου 5. έναρθρος ήχος, φωνή, φθόγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. ηχή (< *Fᾱχᾱ), ηχώ και το μτγν. ήχος ανάγονται πιθ. σε… … Dictionary of Greek
κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… … Dictionary of Greek
κομμώ — (I) κομμώ, οῡς, ἡ (Α) η ιέρεια που φρόντιζε το άγαλμα τής Αθηνάς στην Ακρόπολη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κομ τού κομῶ «φροντίζω» + κατάλ. ώ (πρβλ. βριμ ώ, πειθ ώ). Το διπλό μμ οφείλεται σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό]. (II) (Α κομμῶ, όω) [κομμώ (Ι)]… … Dictionary of Greek
κυριαρχώ — (Μ κυριαρχῶ έω) είμαι κυρίαρχος, ασκώ κυριαρχικά δικαιώματα, άρχω, εξουσιάζω νεοελλ. υπερισχύω, επικρατώ, δεσπόζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + αρχώ (< άρχος < ἄρχω), πρβλ. ιερ αρχώ, πειθ αρχώ) … Dictionary of Greek
ληθώ — ληθώ, ἡ (ΑM) η λήθη, η λησμονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληθ τού λανθάνω (πρβλ. λήθη) + κατάλ. ώ, (πρβλ. πειθ ώ)] … Dictionary of Greek
ληκώ — (I) ληκῶ (Α) βλ. ληκάω. (II) ληκῶ, έω, δωρ. τ. λακῶ (Α) κροταλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληκ τού λάσκω* (πρβλ. λέληκα, παρακμ. τού λάσκω)]. (III) ληκώ, οῡς, ἡ (Α) το ανδρικό μόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληκ τού ληκάω + κατάλ. ώ (πρβλ. πειθ ώ)] … Dictionary of Greek
λισσάνιος — λισσάνιος, ον (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «ἀγαθός» 2. φρ. «ὦ λυσσάνιε» καλέ μου φίλε. [ΕΤΥΜΟΛ. Λακωνικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Η λ. θεωρείται «σύνθ. εκ συναρπαγής» (λ. σχηματισμένη από ολόκληρη φράση) τού λισσὸς ἀνιᾶν «αυτός που δεν… … Dictionary of Greek