-
1 убедиться
-
2 практнка
пра́ктнк||аж в разн. знач. ἡ πρακτική, ἡ πράξη/ ἡ πρακτική ἐξάσκηση (практические занятия):заниматься медицинской \практнкаой ἐξασκώ τήν ίατρικήν убедиться на \практнкае πείθομαι στήν πράξη, πείθομαι πρακτικά. -
3 убедить
πείθω-ся πείθομαι, βεβαιώνομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > убедить
-
4 убедить
-
5 воочию
воочиюнареч уст. μέ τά μάτια μου:убедиться \воочию в чем-л. πείθομαι μέ τά ἴδια μου τά μάτια· показать \воочию δείχνω ὁλοφάνερα. -
6 опыт
опытм1. (совокупность знаний, навыков) ἡ πείρα:жизненный \опыт ἡ πείρα τής ζωής· обмен \опытом ἡ ἀνταλλαγή (τής) πείρας· убеждаться на \опыте πείθομαι ἀπό τήν πείρα· знать по собственному \опыту γνωρίζω ἐξ ίδίας πείρας· отсу́тствие \опыта ἡ ἀπειροσύνη, ἡ ἔλλειψις πείρας·2. (эксперимент) τό πείραμα / ἡ δοκιμή, ἡ δοκιμασία (проба):производить \опыты κά(μ)-νω πειράματα, πειραματίζομαι· лабораторные \опыты τά ἐργαστηριακά πειράματα. -
7 складываться
складыва||ться1. (устраивать складчину) разг βάζουμε ρεφενέ·2. (устанавливаться) δημιουργούμαι:обстоятельства \складыватьсяются для него́ благоприятно οἱ περιστάσεις γίνονται γι ' αὐτόν εὐνοϊκές· у меня \складыватьсяется убеждение, что... ἀρχίζω νά πείθομαι ὅτι...· у нее уже \складыватьсяется характер ήδη διαμορφώνεται ὁ χαρακτήρας της. -
8 склоняться
склоня||ться1. (наклоняться) σκύβω (άμετ.), κύπτω (άμετ.), κλίνω (ἄμετ.)Ι γέρνω, κάμπτομαι, λυγίζω (под тяжестью)· 2.:солнце \склонятьсяется к западу ὁ ήλιος γέρνει προς τή δύση·3. (соглашаться, поддаваться уговорам) κλίνω (άμετ.), πείθομαι·4. грам. κλίνομαι. -
9 убедить
убедитьсов см. убеждать:дать себя \убедить πείθομαι. -
10 убеждаться
убежд||атьсяπείθομαι, βεβαιούμαι. -
11 убеждение
убежд||ениес1. (действие) ἡ πειθώ:действовать путем \убеждениеения ἐπιδρώ μέ τήν πειθώ· метод \убеждениеения ἡ μέθοδος τής πειθοῦς· легко поддаваться \убеждениеению πείθομαι εὔκολα·2. (мнение) ἡ πεποίθηση [-ις], τό φρόνημα, ἡ δοξασία· политические \убеждениеения οἱ πολιτικές πεποιθήσεις, τά πολιτικά φρονήματα· менять свой· \убеждениеения ἀλλάζω φρονήματα. -
12 уверяться
уверя||ться(в чем-л.) βεβαιοῦμαι, πείθομαι, ἐξακριβώνω κάτι. -
13 уговор
уговорм1. ἡ πειθώ:не поддаваться \уговорам δέν πείθομαι, εἶμαι ἀμετάπειστος·2. (взаимное соглашение) ἡ συμφωνία, ἡ συνεννόηση [-ις]:согласво \уговору ὅπως συμφωνήσαμε. -
14 утверждаться
утвержда||ться1. (о понятии, мнении и т. п.) καθιερώνομαι·2. (уверяться):\утверждатьсяться в намерении ἀποφασίζω ὁριστικά· \утверждатьсяться в правильности чего-л. πείθομαι πώς εἶναι σωστό κάτι. -
15 убеждаться
[ουμπιζντάτσα] ρ. πείθομαι -
16 убеждаться
[ουμπιζντάτσα] ρ πείθομαι -
17 склонить
склоню, склонишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. склоненный, βρ: -нен, -нена, -о ρ.σ.μ.1. κλίνω, γέρνω, σκύβω•склонить голову γέρνω το κεφάλι.
2. μτφ. διαθέτω, τραβώ με το μέρος μου• προσελκύω.3. προδιαθέτω, παροτρύνω• πείθω•αποδράσει.εκφρ.склонить взор (взгляд) – α) χαμηλώνω το βλέμμα, κοιτάζω κάτω. β) ρίχνω ευνοϊκή ματιά, βλέπω με καλό μάτι•склонить голову – σκύβω το κεφάλι (υποτάσσομαι)•склонить колени перед кем – πέφτω στα γόνατα κάποιου•.- слух ακούω προσεχτικά, δίνω προσοχή στα λόγια κάποιου.1. κλίνω, γέρνω, σκύβω. || μτφ. υποτάσσομαι, υποκύπτω.2. κατευθύνομαι, πορεύομαι• τραβώ, πηγαίνω•солнце -лось к закату ο ήλιος άρχισε να γέρνει.
|| στρέφομαι, γυρίζω•разговор -лся на научную тему η συνομιλία στράφηκε σε επιστημονικό θέμα.
|| συμμερίζομαι•склонить к какому-л. мнению κλίνω προς κάποια γνώμη.
3. πείθομαι• συμφωνώ. -
18 убедить
-дишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. убежденный, βρ: -ждн, -ждена, -жденоρ.σ.μ. πείθω•я -ил его сделать это τον έπεισα να το κάνει αυτό•
его доводы -ли меня τα επιχειρήματα του με έπεισαν•
убедить в истинности πείθω για το αληθές (την αλήθεια).
–ся πείθομαι•он -лся в этом αυτός πείστηκε γι αυτό.
-
19 уверить
-рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ., χρ. уверенный, βρ: -рен, -а, -оρ.σ. διαβεβαιώνω• πείθω•уверить в искренности намерений διαβεβαιώνω για την ειλικρίνεια των σκοπών•
уверить в своей правоте πείθω για το δίκιο μου•
он -ил его, что... αυτός τον έπεισε ότι....
εκφρ.смею вас уверить – έχω το θάρρος να σας διαβεβαιώσω.βεβαιώνομαι, πείθομαι•уверить в уверенностьи друга είμαι βέβαιος για την αφοσίωση του φίλου.
-
20 уверовать
-рую, -руешь ρ.σ. (γραπ. λόγος) πιστεύω, πείθομαι•уверовать в вашу истинность πιστεύω στην ειλικρίνεια σας.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πείθομαι — πείθομαι, πείστηκα, πεισμένος βλ. πίν. 38 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πείθομαι — πείθω persuade pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… … Dictionary of Greek
ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… … Dictionary of Greek
υπερπείθομαι — Α [πείθομαι] πείθομαι τελείως, με το παραπάνω … Dictionary of Greek
ԱՆՍԱՄ — (ացի, ա՛.) NBH 1 0234 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 9c, 10c, 12c, 13c չ. ἁκούω, ὐπακούω, πείθομαι , πειθαρχέω audio, obedio, pareo, obtempero Հանդարտ ոգւովն ունկն դնել, կամ Յանձն առնուլ զլուեալ բանն հեզութեամբ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
увещаваюся — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = глаг. сов. (греч. πείθομαι) убеждаюсь,… … Словарь церковнославянского языка
Аблаут в праиндоевропейском языке — Аблаут в праиндоевропейском языке система регулярных чередований гласных, существовавшая в самом праязыке и перешедшая в его потомки. Термин аблаут (от нем. Ablaut, тж. нем. Abstufung der Laute «чередование звуков»[1]; также… … Википедия
έπομαι — (AM ἕπομαι) 1. ακολουθώ άλλον, συνοδεύω (α. «ἡγήσατο, τοὶ δ’ ἅμ’ ἕποντο», Ομ. Οδ. β. «τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο Λοκρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ’ εν. πρόσ.) ἕπεται προκύπτει, εξάγεται ως συμπέρασμα 3. (η μτχ. ενεστ.) ἑπόμενος, η, ο… … Dictionary of Greek
αγροικώ — και γροικώ (Ν και (α)γροικάω) (Μ και ἐγροικῶ) 1. εννοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, αναγνωρίζω 2. αισθάνομαι, νιώθω 3. έχω την αίσθηση τής ακοής, ακούω 4. υπακούω, πείθομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τον Κοραή (Άτακτα 2, 95 6) το ρήμα προήλθε από το… … Dictionary of Greek
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek