Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

παω

  • 61 отхотеть

    ρ.σ. (γραμμ. στοιχεία βλ. хотеть)
    δεν έχω διάθεση (να κάνω κάτι).
    δεν έχω διάθεση•

    отхотеть идти в театр δεν έχω διάθεση να πάω στο θέατρο.

    Большой русско-греческий словарь > отхотеть

  • 62 пас

    επιφ.
    1. (χαρτπ.) πάσο, άρνηση, υποχώρηση.
    2. ως κατηγ. πάω πάσο, δεν ανακατεύομαι, δεν επεμβαίνω.
    α. (αθλτ.) πάσα, μεταβίβαση.

    Большой русско-греческий словарь > пас

  • 63 пока

    επίρ. κ. πρόθ.
    1. για την ώρα, λίγο χρόνο, λίγη ώρα• προσωρινά, προς το παρόν•

    побудь пока здесь μείνε εδώ προς το παρόν•

    я пока подожду για την ώρα θα περιμένω•

    положи то пока в карман βάλε αυτό προσωρινά στη τσέπη•

    пока всё προς το παρόν αυτά, τίποτε άλλο.

    || στο μεταξύ•

    вы посидите, а я пока схожу за водой εσείς καθήστε, στο μεταξύ,εγώ θα πάω για νερό.

    || τώρα, αυτή τη στιγμή•

    через неделю я вам отправлю ещё письмо, а пока пишу наскоро σε μια βδομάδα θα σας στείλω κι άλλο γράμμα, τώρα σας γράφω βιαστικά.

    || μέχρι τώρα•

    сведений пока нет ως τώρα πληροφορίες δεν έχομε•

    пока ещё ждём ως τώρα ακόμα περιμένομε.

    2. ενώ, όταν, τον καιρό που•

    я собирался, поезд ушл όταν εγώ ετοιμαζόμουν, το τρένο έφυγε.

    || εφόσον, καθόσον, όσο•

    пока я спал, шёл дождь όσο εγώ κοιμόμουν, έβρεχε•

    куй железо пока горячо παρμ. δούλευε το σίδερο όσο είναι καυτό•

    пока я здоров, буду работать όσο είμαι γερός θα εργάζομαι.

    || μέχρις (έως) ως ότου; ίσια με που, ώσπου•

    сиди здесь пока я приду κάθησε εδώ, ώσπου να έρθω.

    εκφρ.
    (ну) пока (до свидания)! – (λοιπόν) για την ώρα (χαίρετε)!
    пока что – τώρα, για την ώρα, προς το παρόν•
    я пока что, здоров – για την ώρα, είμαι υγιής.

    Большой русско-греческий словарь > пока

  • 64 провалить

    -валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. γκρεμίζω•

    провалить потолок γκρεμίζω την οροφή•

    на половину μισογκρεμίζω.

    2. μτφ. οδηγώ σε αποτυχία, χαλνώ•

    провалить всё дело χαλνώ όλη την υπόθεση.

    || σπαραλιάζω, εξουδετερώνω (γιαπα• ράνομη οργάνωση, παράνομους). || απορρίπτω, δε δέχομαι αποποιούμαι•

    провалить предложение απορρίπτω πρόταση.

    || απορρίπτω μαθητή (στις εξετάσεις).
    3. (απλ.) κινούμαι (κατά μάζες)•

    тучи -ли на восток τα σύννεφα κινήθηκαν κατά την ανατολή.

    1. πέφτω•

    провалить в яму πέφτω στο λάκκο.

    2. γκρεμίζομαι καταρρέω. || σπάζω από το βάρος. || χαλνώ, στραβώνω. || βαθουλώνω, γίνομαι βαθουλός (για μάτια, μάγουλα).
    3. μτφ. αποτυχαίνω πλήρως, ναυαγώ•

    планы -лись τα σχέδια ναυάγησαν.

    || εξουδετερώνομαι σπαραλιάζω (για παράνομες οργανώσεις, παράνομους). || απορρίπτομαι (στις εξετάσεις).
    4. εξαφανίζομαι, χάνομαι, γίνομαι άφαντος εξατμίζομαι.
    5. προστκ. απλ. -ись, -литесь ξεκουμπίσου, -στήτε, γκρεμίσου, -στήτε.
    εκφρ.
    как (точно) сквозь землю -лся – σα να τον κατάπιε η γη (εξαφανίστηκε χωρίς αφήσει ίχνη)•
    -лись я!; провалить на этом (самом) месте! – (απλ.) να πεθάνω εδώ αυτή τη στιγμή! να μην προφτάσω να πάω στο σπίτι! (όρκος).

    Большой русско-греческий словарь > провалить

  • 65 проехать

    -еду, -едешь ρ.σ.
    1. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι (για μεταφ. μέσο ή σε με-ταφ. μέσο)•

    по асфальтной дороге -ал грузовик στον ασφαλτόδρομο πέρασε ένα φορτηγό αυτοκίνητο•

    он -ал последний дом на улице и свернул вправо αυτός πέρασε το τελευταίο σπίτι της οδού και έστριψε δεξιά.

    || διατρέχω, διανύω. || πηγαίνω (με μεταφ. μέσο)• μεταβαίνω•

    надо к брату проехать πρέπει να πάω στον αδερφό.

    2. περνώ, διέρχομαι, διαβαίνω χωρίς να σταματήσω.
    κάνω περίπατο (σε άλογο, αυτοκίνητο κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    проехать на чей счёт ή по адресу когоβλ. στη λ. пройтись.

    Большой русско-греческий словарь > проехать

  • 66 просить

    прошу, просишь, μτχ. ενστ. Προ проситьсящий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прошенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.δ.
    1. μ. ζητώ, αιτώ•

    просить помощи ζητώ βοήθεια•

    просить прощения ζητώ συγγνώμη.

    || προτείνω, παρακαλώ•

    -шу садиться παρακαλώ καθήστε•

    здесь -ят не курить παρακαλείστε να μη καπνίζετε εδώ•

    просить соблюдать тишину παρακαλώ να τηρηθεί ησυχία.

    2. φροντίζω• ενδιαφέρομαι.
    3. (προσ)καλώ, φωνάζω.
    4. μ. (γ1• просить εμπορευματική τιμή)• ζητώ•

    он -ит дорого αυτός ζητά ακριβά.

    5. ζητώ ελεημοσύνη.
    6. παλ. μηνύω, κάνω μήνυση.
    εκφρ.
    прошу (вас) – ω-ρίστε, περάστε, κοπιάστε.
    1. παρακαλώ• ζητώ• θέλω, επιθυμώ•

    просить отпуск ζητώ άδεια•

    просить гулять ζητώ (θέλω) να πάω περίπατο.

    2. αιτούμαι, ζητώ•

    просить на службу ζητώ να προσληφθώ στη υπηρεσία.

    3. μτφ. ταιριάζω, αξίζω.
    εκφρ.
    просить наружу ή из души – (για αισθήματα) θέλω να βγω έξω, να ξεσπάσω, (να ξεθυμάνω).

    Большой русско-греческий словарь > просить

  • 67 расчёт

    α.
    1. υπολογισμός, λογαριασμός•

    правильный расчёт σωστός λογαριασμός•

    ошибка в -θ λάθος στο λογαριασμό ή λογιστικό λάθος•

    произвести расчёт κάνω υπολογισμό.

    2. απόλυση από την εργασία (με τις δουλεμένες αποδοχές).
    3. μτφ. λογοδοσία.
    4. σκοπός, πρόθεση•

    ошибся в своих -ах λάθεψα στους υπολογισμούς•

    сказал ему с -ом του είπα σκόπιμα•

    обмануться в -е πέφτω έξω στους υπολογισμούς•

    сделал это без всякого -а το έπραξα χωρίς κανένα απώτερο σκοπό.

    5. όφελος, κέρδος• συμφέρον•

    мне нет -а ехать туда δεν έχω κανένα όφελος να πάω εκεί.

    6. βλ. расчтливость.
    7. (στρατ.) το στοιχείο (οι πυροβολητές).
    εκφρ.
    врасчёт -е – πάτοι (ξόφλισα, πάτσισα)•
    из -а – παίρνοντας υπ όψη, υπολογίζοντας•
    принять (взять) в расчёт – λαβαίνω (παίρνω•) υπ όψη.

    Большой русско-греческий словарь > расчёт

  • 68 стоять

    стою, стоишь, προστκ. стой.
    επιρ. μτχ. стоя
    ρ.δ.
    1. στέκομαι ορθός•

    стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•

    стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.

    || στηρίζομαι•

    стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•

    -на коленях στέκομαι στα γόνατα•

    стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•

    стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•

    стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•

    волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.

    2. εκτελώ κάτι όρθιος•

    стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•

    стоять на посту στέκομαι στο πόστο•

    -в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•

    стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.

    3. καταλύω, σταθμεύω•

    стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;

    4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•

    стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.

    || αμύνομαι, κρατώ γερά•

    насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.

    || μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•

    стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•

    стоять за народ υπερασπίζω το λαό,

    μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.
    5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.
    6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•

    лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•

    печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.

    7. ορθώνομαι εγείρομαι•

    перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).

    8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•

    у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.

    || κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•

    дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•

    государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.

    || υπάρχω, είμαι•

    на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.

    10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•

    вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•

    время не -ит ο χρόνος κυλάει•

    работа -ит η δουλειά σταματά.

    11. είμαι (για κατάσταση)•

    -ит жара είναι ζέστη•

    комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•

    -ит тишина είναι ησυχία•

    погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•

    -ял полдень ήταν μεσημέρι•

    -ло лето ήταν καλοκαίρι•

    -ла ночь ήταν νύχτα.

    || δείχνω•

    барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.

    12. διατηρούμαι, κρατώ•

    варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.

    13. δε λειτουργώ•

    часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).

    || μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•

    работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.

    14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.
    εκφρ.
    стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•
    стоять за спиной; стоять за кем:
    α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.
    β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•
    стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•
    стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•
    стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•
    стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•
    стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•
    стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•
    стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•
    стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή).

    Большой русско-греческий словарь > стоять

  • 69 товарищ

    α.
    1. σύντροφος•

    фронтовой товарищ συμπολεμιστής•

    товарищ по оружию συστρατιώτης ή συμμαχητής•

    школьные -и οι μαθητές του ίδιου σχολείου•

    попутный товарищ συνοδοιπόρος•

    детства παιδικός φίλος•

    взять кого себе в товарищ προσεταιρίζομαι κάποιον.

    2. μέλος της αυτής οργάνωσης ή κόμματος• εταίρος•

    всетоварищи здесь? товарищ одного -а нет όλοι οι σύντροφοι είναι παρόντες; товарищ ένας σύντροφος λείπει.

    3. προσηγορία μεταξύ σοβιετικών πολιτών μετε-παναστατικά, αντί του κύριος•, скажите, пожалуйста, как попасть на Площадь «Свободы»? σύντροφε, πέστε μου, σας παρακαλώ, πως να πάω για την πλατεία «Ελευθερίας»; || συνάδελφος•

    товарищ по работе, по службе συνάδελφος (από τη δουλειά ή υπηρεσία).

    4. παλ. αντικαταστάτης•

    товарищ прокурора ο αντεισαγγελέας•

    товарищ министра ο υφυπουργός•

    товарищ председателя ο αντιπρόεδρος.

    εκφρ.
    товарищ по несчастью – ο ομοιοπαθής.

    Большой русско-греческий словарь > товарищ

  • 70 ты

    тебя, тебе κ. (απλ.) те, тебя κ. (απλ.) те, тя, тобой, о тебе προσωπ. αντωνυμία 2ου προσώπου ενκ.
    εσύ•

    я и ты εγώ κι εσύ•

    ты сам εσύ ο ιδιος•

    я тебе говорю, не слышишь? εγώ εσένα μιλώ, δεν ακούς;•

    тебя все лгобят εσένα όλοι σε αγαπούν•

    я даю тебе слово σου δίνω το λόγο μου (σου υπόσχομαι)•

    я пойду только с тобой θα πάω μόνο μ εσένα•

    что с тобой? τι σου συνέβηκε; τι έπαθες; τι έχεις;•

    мне говорили о тебе μου μιλούσαν για σένα.

    || ну тебя! άφησε με, ξεφορτώσου με•

    на тебе! ωρίστε μας! νά σου!•

    быть с кем на ты ή говорить на ты μιλώ στον ενικό (για οικεία πρόσωπα)•

    выпить на ты βλ. брудершафт.

    Большой русско-греческий словарь > ты

  • 71 уйти

    уйду, уйдшь, παρλθ. χρ. ушл, ушла, ушло, μτχ. παρλθ. χρ. ушедший,
    επιρ. μτχ. уйдя κ. (απλ.) ушедши ρ.σ.
    1. φεύγω, αναχωρώ• απέρχομαι•

    гости ушли οι φιλοξενούμενοι έφυγαν•

    брат ушл вчера ο αδερφός έφυγε χτες•

    завтра уйдёт сестра αύριο θα φύγει η αδερφή.

    || πηγαίνω•

    все ушли на работу όλοι έφυγαν για τη δουλειά•

    отец ушл на охоту ο πατέρας πήγε στο κυνήγι•

    уйти на вслах πηγαίνω με τα κουπιά (κωπηλατώντας).

    2. δραπετεύω, το σκάζω• αποδιδράσκω•

    уйти из тюрьмы δραπετεύω από τη φυλακή.

    || εγκαταλείπω, αφήνω•

    она ушла от него αυτή τον παράτησε•

    он ушл с института αυτός παράτησε το ινστιτούτο•

    уйти со сцены εγκαταλείπω τη σκηνή.

    || μτφ. απαλλάσσομαι, γλυτώνω, σώζομαι• ξεφεύγω•

    он хитрый уйти не уйдшь от его капкана αυτός είναι πονηρός, δε θα ξεφύγεις από την παγίδα του.

    3. περιέρχομαι, πηγαίνω, περνώ•

    отец ушл на пенсию ο πατέρας πέρασε στη σύνταξη•

    -в отпуск πηγαίνω σε άδεια (παίρνω άδεια)•

    уйти в запас περνώ στην εφεδρεία.

    4. διαβαίνω, περνώ, παρέρχομαι•

    годы ушли τα χρόνια πέρασαν•

    время прошло ο καιρός πέρασε.

    5. χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    богач пропал, вместе с ним ушло и-его счастье ο πλούσιος πέθανε, μαζί του πάει και η ευτυχία του.

    || πεθαίνω•

    ушедшего никогда не забудем τον πεθαμένο (απελθόντα) ποτέ δε θα τον ξεχάσομε.

    6. ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    за этот месяц ушло много денег αυτόν το μήνα έφυγαν πολλά χρήματα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    целый день уйдёт за это дело ολόκληρη μέρα θα φύγει (θα πάει) γι αυτήν την υπόθεση.

    7. (για υγρά) χύνομαι ξεχειλίζω•

    молоко ушло το γάλαχύθηκε (βράζοντας).

    8. προπορεύομαι, προτρέχω• προηγούμαι. || (για ωρολόγια)• πηγαίνωμπροστά.
    9. βλ. вместиться.
    10. βυθίζομαι, χώνομαι, μπαίνω, μπήγομαι• εισδύω•

    свая ушла глубоко в землю ο πάσσαλος μπήκε βαθιά στη γη.

    11. επιδίδομαι, αφοσιώνομαι•

    ученик ушёл в книги ο μαθητής τό ρίξε στα βιβλία (στημελέτη).

    12. μετατρέπομαι, μετασχηματίζομαι, γίνομαι.
    εκφρ.
    уйти вперд – ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερβάλλω• υπερέχω•
    уйти из жизни (в могилу, к проотцам) – φεύγω από τη ζωή, αποβιώνω, κατεβαίνω στον τάφο, πάω στον άλλο κόσμο•
    уйти на дно – βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο (πνίγομαι)•
    далеко уйти – προπορεύομαι πολύ, πηγαίνω πολύ μπροστά•
    недалеко уйти – δεν ξεπερνώ πολύ κάποιον•
    почва или земля ушла из-под ног – το έδαφος έφυγε κάτω από τα πόδια•
    уйти в себя – α) αφοσιώνομαι (δεν παρατηρώ τίποτε γύρω μου), β) κλείνομαι στο καβούκι.

    Большой русско-греческий словарь > уйти

  • 72 хотеть

    хочу, хочешь, хочет, хотим, хотите, хотят
    ρ.δ.
    θέλω• επιθυμώ•

    хотеть пить θέλω να πιώ•

    хотеть есть θέλω να φάω•

    хочу хлеба θέλω ψωμί•

    делайте, как хотите κάνετε, όπως θέλετε.

    || προτίθεμαι, σκοπεύω•

    я хотел вам написать письмо ήθελα να σας γράψω γράμμα...

    || επιδιώκω, επιζητώ, προσπαθώ (να αποκτήσω)•

    хотеть мира и любви θέλω ειρήνη και αγάπη.

    || (για σεξουαλική ικανοποίηση)• θέλω.
    εκφρ.
    что хочешь – ό,τι θέλεις (απ όλα)•
    сколько -чешь – όσο (όσα) θέλεις•
    где -чешь – όπου θέλεις•
    как -чешь – όπως θέλεις•
    хочешь не хочешь ή хошь не хошь – θέλοντας μη θέλοντας, εκών άκων.
    θέλω• επιθυμώ•

    мне хочется домой εγώ θέλω να πάω σπίτι μου•

    мне хочется пить θέλω να πιώ•

    ей хочется спать αυτή θέλει να κοιμηθεί•

    ему хотетьлось что-то сказать αυτός ήθελε κάτι να πει.

    Большой русско-греческий словарь > хотеть

  • 73 я

    меня, мне, меня, мною, κ. мной, обо мне προσωπική αντωνυμία πρώτου προσώπου• εγώ•

    я и мой брат εγώ και ο αδερφός μου•

    отпустите меня домой αφήστε με να πάω σπίτι μου•

    вчера меня не было дома χτες εγώ δεν ήμουν στο σπίτι•

    она меня любит αυτή με αγαπάει•

    я пишу εγώ γράφω•

    я сам это сделал εγώ ο ίδιος (μόνος μου) το έφτιαξα•

    не забываете меня μη με ξεχνάτε•

    вспомните меня θυμηθήτε με•

    эта работа сделана мной (мною) αυτή η δουλειά έγινε από μένα (την έκανα εγώ)•

    всё я да я όλο εγώ κι εγώ•

    бедный я! ο δύστυχος εγώ!

    ουσ. ουδ. άκλ. (φιλοσ.) το εγώ•

    всё моё я όλο το εγώ μου•

    наше я το εγώ μας.

    εκφρ.
    я тебя (его, вас, их) – θα σου (του, σας, τους) δείξω εγώ (σαν απειλή)•
    по мне – κατ εμέ, κατά τη γνώμη μου•
    я не я – τίποτε δεν ξέρω, δεν έχω καμιά σχέση με κάτι.

    Большой русско-греческий словарь > я

См. также в других словарях:

  • πάω — / πηγαίνω, πήγα, πηγεμένος βλ. πίν. 192 (και ως απρόσ. πάει) Σημειώσεις: πάω – πηγαίνω : δεν αντιστοιχούν πάντοτε οι δύο τύποι στις ίδιες σημασίες. Το πάω χρησιμοποιείται σε πολλές εκφράσεις, όπως: πάω για..., πάω να..., πάω χαμένος, πού θα πάει …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πάω — βλ. πηγαίνω …   Dictionary of Greek

  • πάω — πήγα, βλ. πηγαίνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πάω — Πάος masc nom/voc/acc dual Πάος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάω — παόω become a pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) παόω become a imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγαίνω — πάω / πηγαίνω, πήγα, πηγεμένος βλ. πίν. 192 (και ως απρόσ. πάει) Σημειώσεις: πάω – πηγαίνω : δεν αντιστοιχούν πάντοτε οι δύο τύποι στις ίδιες σημασίες. Το πάω χρησιμοποιείται σε πολλές εκφράσεις, όπως: πάω για..., πάω να..., πάω χαμένος, πού θα… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β …   Dictionary of Greek

  • Griko language — language name=Griko nativename=Κατωιταλιώτικα Katoitaliótika states=Italy region=Southern, east of Reggio, Salento and Aspromonte speakers=20,000 [Vincent N., Italian , in B.Comrie (ed.) The world s major languages , London, Croom Helm, p.p.279… …   Wikipedia

  • Pro-drop language — Linguistic typology Morphological Isolating Synthetic Polysynthetic Fusional Agglutinative Morphosyntactic Alig …   Wikipedia

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

  • Griechische Toponyme — Wegweiser auf der Europastraße 75 Griechische Toponyme, also die Eigennamen von geografischen Objekten im Griechischen, weisen einige sprachliche und grammatikalische Besonderheiten auf. Im Gegensatz zu Ortsnamen in den meisten… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»