-
21 кормный
επ.1. παλ. παχύς, καλό θρεμμένος.2. πρόσφορος για νομή. -
22 мощный
επ., βρ: -щен, -щёна, -щёно.1. ισχύρός, δυνατός• κραταιός•-ое государство ισχυρό κράτος•
мощный удар γερό χτύπημα.
2. μεγάλης ισχύος•мощный двигатель κινητήρας μεγάλης ισχύος.
3. εύρωστος, ρωμαλαίος, γερός.4. παχύς, χοντρός•мощный пласт антрацита παχύ στρώμα ανθρακίτη.
-
23 ожирелый
επ.παχύς•-ая женщина παχιά γυναίκα.
-
24 полный
επ., βρ: полон κ. παλ. полон, полна, полно.1. (κυρλξ. κ. μτφ.) πλήρης, γεμάτος, μεστός•полный стакан воды γεμάτο ποτήρι, νερό•
стакан полный водой ποτήρι, γεμάτο με νερό•
все уличы -ы народом όλοι, οι δρόμοι είναι γεμάτοι λαό•
полный карман деньги ή деньгами γεμάτη τσέπη χρήματα•
глаза -ые слёз μάτια γεμάτα δάκρυα•
взгляд полный ненависти ματιά γεμάτη μίσος•
он полный мечтаний αυτός είναι όλος όνειρα•
человек полный надежд άνθρωπος όλο ελπίδες•
-ая победа ολοκληρωτική νίκη•
-ое разоружение πλήρης αφοπλισμός•
развить -ую скорость αναπτύσσω όλη την ταχύτητα.
2. συνεπαρμένος, κυριευμένος, κατειλημμένος.3. απεριόριστος, απόλυτος•-ая власть πλήρης εξουσία•
-ая свобода πλήρης ελευθερία.
4. ολόκληρος•полный рабочий день ολόκληρη εργατική μέρα•
полный метр ολόκληρο μέτρο•, ему -ые сорок лет αυτός έχει γεμάτα τα σαράντα (χρόνια)•
-ое собрание Пушкина τα άπαντα του Πούσκιν.
|| αρκετά μεγάλος, πολύς•были уже -ые сумерки είχε σουρουπώσει πια για τα καλά.
|| όλος, ολικός•петь -ым голосом τραγουδώ με όλη τη δύναμη της φωνής•
-ое затмение луны ολική έκλειψη της σελήνης.
5. χοντρός, γεμάτος, μεστός• παχύς•-ая женщина γεμάτη γυναίκα.
εκφρ.- ая вода – το υψηλότερο σημείο της στάθμης της θάλασσας•полный генерал – αντιστράτηγος•полный адмирал – ναύαρχος•- ые прилагательные – πλήρη επίθετα (σε αντίθεση με τα βραχέα)•- ая чаша – σπίτι πλούσιο, με όλα τα καλά (αγαθά)•-ым голосом (сказать, заявить – κ.τ.τ.) ανοιχτά, βροντόφωνα (λέγω, δηλώνω)•полным-голом – υπερπλήρης, κατάκορος, καταγεμάτος. -
25 раскормленный
επ.από μτχ. καλοταϊσμένος • παχύς. -
26 расплывшийся
επ. από μτχ.χοντρός, παχύς.βλ. расплывчатый. -
27 толстенный
επ.πολύ χοντρός, παχύς. -
28 толстый
επ., βρ: толст, толста, толсто; толще.1. χοντρός•-ое дерево χοντρό δέντρο•
-ые стены χοντροί τοίχοι•
толстый стакан χοντρό ποτήρι•
-ые нитки χοντρές κλωστές•
-ые чулки χοντρές γυναικείες κάλτσες.
2. παχύς, παχύσαρκος, σαρκώδης, κρεατώδης•толстый мужчина χοντρός άντρας•
-ые губы χοντρά χείλη.
3. (για φωνή, ήχο) χοντρός, βαρύς, βαθύς.εκφρ.толстый карман – φούσκα οι τσέπες λεφτά, παραλής• πάμπλουτος•- ая мошна – βλ. προηγούμενη έκφραση (толстый карман)• толстыйая кишка το παχύ έντερο•поперк себя толще – (απλ.) μαμού θ. αρκουδάνθρωπος (πάρα πολύ χοντρός). -
29 толстяк
-а α.άνθρωπος πολύ χοντρός, παχύς• παχύσαρκος. -
30 толщина
-ы θ.το πάχος, το χόντρος•досок το πάχος των σανιδιών.
|| παχυσαρκία•человек непомерной -ы άνθρωπος υπέρμετρα παχύς.
-
31 тучный
επ., βρ: -чен, -чна -чно.1. παχύς, χοντρός• ευτραφής, καλοθρεμμένος• παχύσαρκος.2. μεστωμένος, μεστός, προκομμένος•-ые колосья μεστωμένα στάχυα.
|| (για χόρτα) ζουμερός• μεγάλος.3. εύφορος, γόνιμος, καρπερός•-ые нивы εύφορα καλλιεργημένα χωράφια.
-
32 упитанный
επ. από μτχ.ευτραφής, καλοθρεμμένος, παχύς, χοντρός, σιτευτός•
- 1
- 2
См. также в других словарях:
παχύς — thick masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 … Dictionary of Greek
πάχυς — ὁ βλ. πήχυς … Dictionary of Greek
παχύς, -ιά, -ύ — γεν. ιού, ιάς, ιού, πληθ. ιοί, ιές, ιά 1. αυτός που έχει πολύ πάχος, ο χοντρός: Το στρώμα αυτό είναι πολύ παχύ. 2. για ανθρώπους και ζώα, παχύσαρκος (αντίθ. λιπόσαρκος, λιγνός, αδύνατος): Παχύ παιδί. 3. για κρέατα και φαγητά, αυτός που έχει ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παχέα — παχύς thick neut nom/voc/acc pl (epic ionic) παχέᾱ , παχύς thick fem nom/voc/acc dual (epic ionic) παχύς thick fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυτέρων — παχύς thick fem gen pl παχύς thick masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυτέρως — παχύς thick adverbial παχύς thick masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχίον — παχύς thick masc/fem voc comp sg παχύς thick neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχύ — παχύς thick masc voc sg παχύς thick neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχύτερον — παχύς thick masc acc sg παχύς thick neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάχιστον — παχύς thick masc acc sg παχύς thick neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)