-
1 πολύ-παταξ
πολύ-παταξ, αγος, viel geschlagen, gestampft (πατάσσω), nur πολυπάταγα ϑυμέλαν, Pratin. bei Ath. XIV, 617 c, wo viel getanzt wird, oder viel Beifall geklatscht wird. Da der nom. nicht vorkommt, nimmt es Buttm. für einen heteroklitischen accus. zu πολυπάταγος.
-
2 εὐράξ
εὐράξ ( εὖρος), seitwärts, Il. 11, 251. 15, 541. Bei Ar. Av. 1250 εὐρὰξ πατάξ, Ausruf: husch (um die Iris zu verscheuchen)
-
3 εὐράξ
εὐράξ, seitwärts; εὐρὰξ πατάξ, Ausruf: husch (um die Iris zu verscheuchen) -
4 πολύπαταξ
πολύ-παταξ, αγος, viel geschlagen, gestampft; πολυπάταγα ϑυμέλαν, wo viel getanzt wird, oder viel Beifall geklatscht wird
См. также в других словарях:
πατάξ — indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατάξ — Α επίρρ. φρ. «εὐρὰξ πατάξ» αναφώνηση για εκδίωξη πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πάταγος] … Dictionary of Greek
ευράξ — εὐράξ (Α) επίρρ. 1. πλαγίως, στα πλάγια 2. φρ. «εὐράξ πατάξ» αναφώνηση, επιφώνημα προς εκδίωξη πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ευράξ (πρβλ. λαξ, οδάξ, παξ), συσχετίστηκε με τον τ. ευρύς*, εξ ου και η λ. ερμηνεύθηκε «εκ πλαγίου». Άλλοι τή θεωρούν ως… … Dictionary of Greek
πάταγος — ο, ΝΜΑ δυνατός κρότος (α. «πάταγος δὲ τε γίγνετ ὀδόντων», Ομ. Ιλ. β. «πάταγος ἀνέμου», Δίον. Αλ.) νεοελλ. μτφ. ζωηρή εντύπωση από κάποιο γεγονός η οποία εκφράζεται με θορυβώδη συζήτηση («μόλις μαθευτεί η είδηση θα γίνει πάταγος») μσν. θόρυβος αρχ … Dictionary of Greek
πολυπάταξ — άγος, ὁ, ἡ, Α αυτός που αντηχεί από τον θόρυβο, από ποδοκροτήματα χορευτών, από χειροκροτήματα θεατών («πολυπάταγα θυμέλαν», Πρατίν. Λυρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ* + παταξ, αγος (< πάταγος)] … Dictionary of Greek