-
1 καταισχυνω
1) позорить, пятнать, покрывать позором(πατέρων γένος Hom.; τέν φύσιν τινός Soph.; τέν πατρίδα Arph.; τοὺς προγόνους Plat.; τὸν δόξῃ καὴ λόγῳ πατέρα Plut.; τέν κεφαλήν τινος NT.)
2) осквернять(δαῖτα Hom.)
3) бесчестить(τὰς ἀλλοτρίας γυναῖκας Lys.; παρθενίαν Plut.)
4) (по)срамить(τοὺς σοφούς NT.)
5) med.-pass. совеститься, стыдиться, бояться(τὰ θνητῶν γένεθλα, θεούς Soph.)
μέ καταισχυνθῆναι, ὅπως μέ δόξει, ἂν μέ ψηφίζηται πολεμεῖν, μαλακὸς εἶναι Thuc. — (я прошу старших годами) не бояться прослыть робкими, если они не будут голосовать за войну -
2 αισχυνω
(ῡ) (fut. αἰσχῠνῶ - ион. αἰσχῠνέω, aor. ᾔσχῡνα; pass.: aor. ᾐσχύνθην - поэт. inf. αἰσχυνθήμεν Pind., эп. part. pf. ᾐσχυμμένος)1) обезображивать, уродовать(πρόσωπον Hom.; Йείδος Pind.; ῥέθος Soph.; ἵππον Xen.; κάλλος Luc.)
νέκυς ᾐσχυμμένος Hom. — обезображенный труп2) осквернять, бесчестить, позорить(γένος πατέρων Hom.; εὐνέν ἀνδρός Aesch.; πόλιν Soph.; πατρῷον δόμον Eur.; γυναῖκας καὴ παῖδας Isocr., Plut.; ἀρετήν τινος Hom., Thuc.)
3) med.-pass. стыдиться, совеститься, стесняться, смущаться(τινά и τι Hom., Soph., Eur., Xen., Plat., τινί Thuc., Arph., Xen., Plat., ἐπί τινι Plat., ἔν τινι Thuc.; ὑπέρ τινος Lys., Aeschin., Luc.; πρός τινα Arst.)
τοῦτό τις λέγων οὐκ αἰσχυνεῖται Plat. — тому, кто говорит это, смущаться нечего;οὐκ αἰσχύνομαι ξύμπλουν ἐμαυτέν τοῦ πάθους ποιουμένη Soph. — я не колеблюсь разделить (твои) страдания4) med. чтить, уважать(τοὺς γέροντας Aeschin.)
-
3 πατηρ
gen. πατρός, эп. πᾰτέρος ὅ (voc. πάτερ, acc. πατέρα; pl.: πατέρες, dat. πατράσι)1) отец(π. Ζεύς Hom.; χρόνος ὅ πάντων π. Pind.)
πατρὸς π. Hom. — дед с отцовской стороны;τὰ πρὸς πατέρα Her. — с отцовской стороны2) pl. οἱ πατέρες родители Plat., Diod.3) pl. (пра)отцы, предкиμέ γένος πατέρων αἰσχυνέμεν Hom. — не позорить рода предков;
ἐξ ἔτι πατρῶν Hom. — из поколения в поколение4) создатель, творец, автор(δημιουργὸς π. τε ἔργων Plat.)
π. τοῦ λόγου Plat. — автор предложения5) (в почтительном обращении, к пожилым людям) отецξεῖνε πάτερ! Hom. — почтенный странник!
6) капитал(τόκοι, τοῦ πατρὸς ἔκγονοι Plat.)
См. также в других словарях:
πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… … Dictionary of Greek
ВТОРОБРАЧИЕ — [греч. διγαμία, δεύτερος γάμος], или двубрачие, вступление в повторный (в строгом смысле термина во 2 й) брак. Вступление в 3 й брак называют троебрачием (τριγαμία), в последующие браки многобрачием (πολυγαμία). Церковь всегда считала… … Православная энциклопедия
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
παιωνία — I Δικοτυλήδονο φυτό (παιωνία η φαρμακευτική) της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Bρίσκεται αυτοφυές σε πολλές δασώδεις, ορεινές και ημιορεινές περιοχές της Ελλάδας· ανθίζει από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο. Είναι εντυπωσιακό φυτό, ποώδες,… … Dictionary of Greek
φαύλος — η, ο / φαῡλος, αύλη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ κακοήθης, ανήθικος, αχρείος (α. «συναναστρέφεται με όλους τους φαύλους» β. «διὰ τί οὖν τῶν ἀγαθῶν πατέρων πολλοὶ υἱεῑς φαῡλοι γίγνονται», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «φαύλος κύκλος» α) (λογ.) βλ. κύκλος β) μτφ … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek