Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

παρ-

  • 81 припутать

    ρ.σ.μ. βάζω, (εμ)πλέκω, (παρ)-εισάγω. || μπερδεύω, τυλίγω, μπλέκω (σε έγκλημα, κλοπή κ.τ.τ.).
    μπερδεύομαι, ανακατεύομαι, μπλέκομαι.

    Большой русско-греческий словарь > припутать

  • 82 присутствовать

    -ствую, -ствуешь, μτχ. ενστ. присутствующий
    ρ.δ.
    1. είμαι παρών,παρ ίσταμαι, παρευρίσκομαι•

    присутствовать на собрании είμαι παρών στη συνέλευση•

    он не -ал при нашем разговоре αυτός δεν παρευρίσκονταν στη συνομιλία μας.

    || υπάρχω.
    2. παλ. υπηρετώ, εκτελώ υπηρεσιακά καθήκοντα.

    Большой русско-греческий словарь > присутствовать

  • 83 пропасть

    θ.
    1. βάραθρο• άβυσσος• χάσμα•

    бездонная пропасть απύθμενο χάσμα άβυσσος.

    || γκρεμός, κρημνός•

    быть на краю -и είμαι στην άκρη (στο χείλος) του γκρεμού.

    2. μτφ. αγεφύρωτο χάσμα (το ασυμβίβαστο απόψεων, διαφορών κ.τ.τ.).
    3. πλήθος μεγάλο• μελίσσι, εσμός• τεράστια ποσότητα.• σωρός•

    пропасть народа μεγάλη πολυκοσμία, κοσμοπλημμύρα, ανθρωποθάλασσα.• у него пропасть врагов αυτός έχει ένα σωρό εχθρούς•

    в комнате была пропасть муссору στο δωμάτιο ήταν σωρός τα σκουπίδια.

    4. επιφ. να παρ η οργή! αθεόφοβε! χαμένο κορμί.
    εκφρ.
    пропасть и нет – δε θα χαθείς, δε θα σκοτωθείς ή δε θα πέσεις από το γκρεμό.
    -паду, -падшь, παρλθ. χρ. пропал
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пропавший ρ. σ.
    1. χάνομαι, εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος, εκλείπω•

    -ло письмо χάθηκε το γράμμα•

    у меня -ла собака έχασα το σκυλί•

    всё -ло όλα χάθηκαν, το παν χάθηκε.

    2. κρύβομαι• δε φαίνομαι ή δεν ακούομαι•

    -ли горы χάθηκαν τα βουνά•

    голоса -ли вдали οι φωνές χάθηκαν(έσβησαν) μακριά.

    || αργώ να επιστρέψω•

    он ушл и -ал на неделю αυτός έφυγε και χάθηκε για μια βδομάδα•

    где ты -ал? που χάθηκες; τι έγινες; που ήσουν;

    3. καταστρέφομαι•

    цветы -ли от мороза τα λουλούδια καταστράφηκαν από τον πάγο.

    || φονεύομαι, σκοτώνομαι, χάνομαι•

    сын его -ал в войне το παιδί του χάθηκε στον πόλεμο.

    4. παραμένω ανώφελος, άκαρπος•

    -дут мой труды θα πάνε χαμένες οι εργασίες μου (οι κόποι μου).

    εκφρ.
    пропасть даром (попусту) – χάνομαι άδικα.• пиши -ло πες πως χάθηκε.

    Большой русско-греческий словарь > пропасть

  • 84 разлепить

    -леплю, -лепишь, παθ. μτχ. παρ λθ. χρ. разлепленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ. ξεκολλώ, αποκολλώ.
    ξεκολλιέμαι, ξεκολλώ, αποκολλιέμαι•

    конверт -лся το φάκελ-λο ξεκόλλησε.

    Большой русско-греческий словарь > разлепить

  • 85 сразу

    επίρ.
    1. αμέσως, στη στιγμή, πάραυτα, (παρ) ευθύς, με μιας, μονομιάς.
    2. ταυτόχρονα, σύγκαιρα, σύνωρα.

    Большой русско-греческий словарь > сразу

  • 86 стимулировать

    -рую, -руешь ρ.δ.
    κ. σ., μ. παρακινώ, (παρ)ωθώ, προτρέπω, παροτρύνω.
    παρακινούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > стимулировать

  • 87 суд

    α.
    1. κρίση, γνώμη• εκτίμηση•

    суд общества η γνώμη της κοινωνίας•

    суд истории η κρίση της ιστορίας•

    на суд твой себя отдаю επαφίεμαι στην κρίση σου.

    2. δ ι καστήρ ιο•

    гражданский суд πολιτικό δικαστήριο•

    военный -το στρατοδικείο•

    уголовный суд ή суд с присяжными заседателями το κακουργοδικείο•

    верховный суд το ανώτατο δικαστήριο•

    предстать перед -ом οδηγούμαι μπροστά στο δικαστήριο•

    он оправдан по суду αυτός αθωώθηκε απο. το δικαστήριο•

    вызвать в-у εγκαλώ στο δικαστήριο•

    подавать в -у παραδίδω στο δικαστήριο• διώκω δικαστικώς•

    попасть под суд πέφτω στο δικαστήριο),διώκομαι δικαστικώς•

    товарищеский суд συντροφικό δικαστήριο•

    суд чести δικαστήριο τιμής.

    || αθρσ. οι δικαστές. || το δικαστικό ίδρυμα.
    εκφρ.
    божий суд – η θεία δίκη•
    суд линца – λίντσιος νόμος•
    -ы и пересуды; -ы да пересуды – διαβούλια•
    в день -а – τη μέρα της (θεϊκής) κρίσης παλ. • пока суд да дело παρ έλκυση της υπόθεσης (ώσπου να βγει η απόφαση, θα περάσει πολύς καιρός).

    Большой русско-греческий словарь > суд

  • 88 только

    1. επίρ, μόνο, μονάχα• όλο-όλο•

    у меня только два рубля έχω μόνο δυο ρούβλια•

    он может это делать μόνο αυτός μπορεί να το φτιάξει.

    2. σύνδ. όμως, αλλά•

    я согласен, только не сейчас είμαι σύμφωνος, όμως όχι τώρα.

    || μόλις, πριν λίγο, τώρα δα•

    только раздался звонок τώρα δα (μόλις) χτύπησε το κουδούνι.

    3. μόριο• λίγο, λιγάκι•

    подумайте -! σκεφτήτε λίγο!•

    попробуй это сделать! δοκίμασε λίγο να το κάνεις! || μόριο επιτακτικό• και•

    каких только книг он не читал και τι βιβλία αυτός δε διάβασε•

    где только он не бывал! και πουαυτός δεν πήγε!•

    от куда только это бертся? Και από που αυτό εδώ;

    εκφρ.
    только и – μόνο, μονάχα (και τίποτε άλλο)•
    только и всего; и только – αυτό όλο-κι όλο, αυτό και μόνο•
    только что – τώραμόλις, τώρα δα•
    только что не... – α) σχεδόν όχι, μόνο που δεν... β) παρ ολίγο να μη, μόνο που.

    Большой русско-греческий словарь > только

  • 89 тормозить

    -можу, -мозишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. торможенный, βρ: -жен, -жена, -жено ρ.δ.μ.
    1. (τροχο)πεδώ, εποχλεύω, φρενάρω.
    2. επιβραδύνω την κίνηση. || μτφ. (παρ) εμποδίζω, (παρα)κωλύω.
    επιβραδύνομαι, καθυστερούμαι, φρενάρο.μαι. || παρακωλύομαι, εμποδίζομαι.
    (φυσιολ.) προκαλώ αναστολή.

    Большой русско-греческий словарь > тормозить

  • 90 травить

    травлю, травишь, παθ. μτχ. παρ λ θ. χρ. травленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.δ.μ.
    1. δηλητηριάζω, καταστρέφω, εξολοθρεύω με δηλητήριο•

    травить мышей εξολοθρεύω τα ποντίκια με δηλητήριο (ποντ ικοφάρμακο).

    || φθείρω, βλάπτω με τοξίνες•

    травить свой организм алкоголем δηλητηριάζω τον οργανισμό μου με αλκοόλη.

    2. ερεθίζω με καυστική ουσία, καίω. || μτφ. αναθυμίζω, αναθυμούμαι δυσάρεστα• ξύνω παλαιές πληγές.
    3. (τεχ.) επεξεργάζομαι επιφάνεια με οξέα. || χαράσσω σχέδια με οξέα.
    4. ποδοπατώ, τσαλαπατώ (λιβάδι, χωράφι).
    5. (απλ.) χρησιμοποιώ, ξοδεύω για ζωοτροφή•

    мы солому -им, а сено бережм ξοδεύομε το άχυρο και το χόρτο το φυλάγομε (το τσιγκουνευόμε).

    6. σπαταλώ.
    7. κυνηγώ (με σκυλιά). || παρορμώ, παροτρύνω (τα σκυλιά).
    8. κατατρέχω, καταδιώκω τον αντίπαλο.
    1. δηλητηριάζομαι, εξολοθρεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. αυτοκτονώ με δηλητήριο.
    ρ.δ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. тра-вить1).
    1. ξεσφίγγω, ξελασκάρω, αμολάρω.
    2. αφήνω να διαφύγει, να διαρρεύσει (για ατμό, αέρα κ.τ.τ.).
    3. μτφ. (ναυτ.). α) βλ. тошнить, β) βλ. врать.
    ξελασκάρω κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > травить

  • 91 улюлю

    επιφώνημα (προτρεπτικό για σκυλιά)• πάρ το, πιάσ το.

    Большой русско-греческий словарь > улюлю

  • 92 улюлюканье

    ουδ.
    παρότρυνση σκύλων με φωνές: πάρ το, πιάσ το.

    Большой русско-греческий словарь > улюлюканье

  • 93 улюлюкать

    ρ.δ. φωνάζω πάρ το, πιάσ το (σε κυνηγετικά σκυλιά). || μαλώνω φωνάζοντας.

    Большой русско-греческий словарь > улюлюкать

  • 94 уськать

    ρ.δ. (για παρόρμηση σκυλιών) φωνάζω πάρ το, άρπαζ το. || μτφ. παροτρύνω, παρακινώ, προτρέπω σε επίθεση, φωνάζω ρίξου, χύμηξε, επάνω του.

    Большой русско-греческий словарь > уськать

  • 95 хрен

    -а (хрену) α. χρένο, χράνο, κρένο, κο-χλιαρίδα.
    εκφρ.
    старый хрен – γεροκούτης, γε-ροξεκουτ ιάρης, γερομοραλής, ξεμωραμένος γέρος•
    хрен редки не слаще – ένα και το ίδιο, τι Γιάννης τι Γιαννάκης, τι γριά, τι ζαρωμένη, παρ τον έναν χτύπα τον άλλον.

    Большой русско-греческий словарь > хрен

  • 96 цветистость

    θ.
    1. ποικιλοχρωμία, παρ-δαλότητα.
    2. (για λόγο, ύφος κλπ.)• χρωμάτισμα, δ ιάνθιση.

    Большой русско-греческий словарь > цветистость

  • 97 чаяние

    ουδ.
    προσδοκία, ελπίδα, απαντοχή• πόθος•

    -я народа οι προσδοκίες του λαού.

    εκφρ.
    паче (сверх, против всякого) -я – παρ ελπίδα, παρά πάσαν ελπίδα ή προσδοκία, ανέλπιστα, ανεπάντεχα.

    Большой русско-греческий словарь > чаяние

  • 98 Account

    subs.
    Narrative: P. and V. λόγος, ὁ, μῦθος, ὁ.
    Give an account of one's career: P. τοῦ βίου λόγον διδόναι.
    Report, description: P. ἀπαγγελία, ἡ.
    Value, consideration: P. and V. λόγος, ὁ.
    Make no account of: P. περὶ οὐδενὸς ποιεῖσθαι (acc.), V. οὐδαμοῦ τιθέναι (acc.).
    Of no account: V. ἀναρίθμητος, παρʼ οὐδέν.
    Be of no account: V. oὐδαμοῦ εἶναι.
    Turn to account: P. and V. χρῆσθαι (dat.).
    On account of: P. and V. δι (acc.), ἕνεκα (gen.), χριν (gen.) (Plat.), Ar. and V. οὕνεκα (gen.), ἕκατι (gen.), V. εἴνεκα (gen.).
    Reckoning: P. and V. λόγος, ὁ, Ar. and P. λογισμός, ὁ.
    Cast accounts: P. τιθέναι ψήφους (Dem. 304).
    I haven't mentioned even a fraction of the sins standing to their account: P. οὐδὲ πολλοστὸν μέρος εἵρηκα τῶν τούτοις ὑπαρχόντων κακῶν (Lys. 144).
    Examination of accounts: Ar. and P. εὔθυνα, ἡ, or pl.
    Demand one's accounts: P. λόγον ἀπαιτεῖν.
    Render account: P. εὔθυναν διδόναι, λόγον ἀποφέρειν.
    Put down to one's account, v.: P. καταλογίζεσθαι (τί, τινι), P. and V. ναφέρειν (τι, εἴς τινα); see Impute.
    Take into account: P. ὑπολογίζεσθαι.
    ——————
    v. trans.
    Understand: P. and V. συνιέναι; see Understand.
    Account for: P. λόγον διδόναι (gen.).
    Be cause of: P. and V. αἴτιος εἶναι (gen.).
    Be satisfactorily accounted for ( of money): P. δικαίως ἀποφαίνεσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Account

  • 99 Beyond

    prep.
    Of time or place: P. and V. πέρα (gen.).
    Of place only, across: P. and V. πέραν (gen.).
    The parts beyond: P. and V. τοὐπέκεινα (gen.).
    measure: P. and V. περ (acc.).
    Except: P. and V. πλήν (gen.). Outside of (time or place): P. and V. ἔξω.
    Beyond description: P. and V. κρείσσων λόγου, V. κρείσσων ἢ λέξαι.
    Beyond expectation: P. and V. παρʼ ἐλπδα, V. ἐκτὸς ἐλπδος, ἔξω ἐλπδος.
    Beyond measure: see Exceedingly.
    Beyond one's strength: P. παρὰ δύναμιν, ὑπὲρ δύναμιν.
    Reguiring nothing beyond sufficient support: πέρα ἱκανῆς τροφῆς οὐδὲν ἀξιοῦντες (Plat., Critias, 110D).
    Go beyond: P. and V. περβάλλειν (acc.); see Exceed.
    ——————
    adv.
    Of time, place or degree: P. and V. πέρα.
    Of place only: P. and V. πέραν.
    Farther: P. and V. περαιτέρω.
    More: P. and V. πλέον, V. πέρτερον.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Beyond

  • 100 Claim

    v. trans.
    P. ἀντιποιεῖσθαι (gen.), μεταποιεῖσθαι (gen.), Ar. and P. προσποιεῖσθαι (acc. or gen.), ἀντιλαμβνεσθαι (gen.); see Exact.
    Claim in return: P. ἀνταξιοῦν (acc.).
    Demand: see Demand.
    No one will claim the crown ( of sorrow) in her stead: V. οὐδεὶς στέφανον ἀνθαιρήσεται (Eur., Hec. 660).
    Profess: P. and V. ἐπαγγέλλεσθαι.
    Claim an estate ( at law): P. ἐπιδίζεσθαι κλήρου, ἀμφισβητεῖν κλήρου.
    V. intrans. Think right (with infin.): P. and V. ἀξιοῦν, δικαιοῦν, V. ἐπαξιοῦν.
    Profess: P. and V. ἐπαγγέλλεσθαι.
    ——————
    subs.
    Arrogation to oneself: P. προσποίησις, ἡ.
    Demand: P. and V. ἀξίωσις, ἡ, P. δικαίωμα, τό, δικαίωσις, ἡ.
    Claim to gratitude: P. ἀξίωσις χάριτος.
    Have a claim to nobility in one's personal appearance: V. τὴν ἀξίωσιν τῶν καλῶν τὸ σῶμʼ ἔχειν (Eur., frag.).
    Lay claim to: see v., claim.
    THEOGL. Giving my bride to another?
    CHO. Yes, to those that have a better claim.
    THEOGL. But who has a claim to what is mine?
    ΘΕΟ. τἀμὰ λεκτρʼ ἄλλῳ διδοῦσα;
    ΧΟ. τοῖς γε κυριωτέροις.
    ΘΕΟ. κύριος δὲ τῶν ἐμῶν τίς; (Eur., Hel. 1634.)
    'Tis a bold claim: V. μεγάς γʼ ὁ κόμπος (Eur., H.F. 1116).
    Just claim: P. and V. τὸ δκαιον, P. δικαίωσις, ἡ, δικαίωμα, τό.
    Have claims on, deserve: P. and V. ἄξιος εἶναι (gen.).
    Have a claim to: P. and V. δκαιος εἶναι (infin.); see Deserve.
    Claim to an estate ( at law): P. ἐπιδικασία (ἡ) κλήρου.
    Claim to half the inheritance: P. ἀμφισβήτησις (ἡ) τοῦ ἡμικληρίου (Dem. 1174).
    Abandon a claim: P. ἐκλιπεῖν ἀμφισβήτησιν (Dem. 1178).
    Thus I made good to you my claim: P. οὕτως ἐπεδικασάμην παρʼ ὑμῖν (Isae. 85).
    Rival claims to an estate: P. διαδικασία (ἡ) τοῦ κλήρου.
    Profession: P. ἐπάγγελμα, τό.
    Debt: Ar. and P. χρέος, τό, P. ὀφείλημα, τό.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Claim

См. также в других словарях:

  • παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

  • πάρ — Α 1. (ηλειακός τ.) βλ. περί 2. βλ. παρά …   Dictionary of Greek

  • παρ' — παρά , παρά beside indeclform (prep) παραί , παρά beside epic (poetic indeclform prep) πᾱρά , πηρός disabled in a limb neut nom/voc/acc pl (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc/acc dual (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πᾶρ' — παρά , παρά beside indeclform (prep) παραί , παρά beside epic (poetic indeclform prep) πᾱρά , πηρός disabled in a limb neut nom/voc/acc pl (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc/acc dual (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρ — παρά beside poetic indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάρ' — Πάρι , Πάρις masc voc sg Πάρε , Πάρος Paros fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρ' — πάρα , παρά beside indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάρ’ δύναμιν δ’οὐκ ἔστι καὶ ἐσσύμενον πολεμίζειν. — См. Сила по силе осилишь, а сила не под силу осядешь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»