-
1 παρ-αυχένιος
παρ-αυχένιος, auch 3 Endgn, neben od. am Halse befindlich, hangend, παραυχενίη φαρέτρη, Ep. ad. 269 ( Plan. 253).
-
2 παραυχένιος
παρ-αυχένιος, neben od. am Halse befindlich, hängend
См. также в других словарях:
αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… … Dictionary of Greek