-
1 παρανοιγνυμι
См. также в других словарях:
ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω … Dictionary of Greek
παρανοίγνυμι — και παρανοίγω ΜΑ ανοίγω πλαγίως κάτι ή ανοίγω κάτι ελαφρώς, λίγο, μισοανοίγω αρχ. μτφ. δηλώνω, φανερώνω («παρανοίγειν τὸ πρᾱγμα», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀνοίγνυμι «ανοίγω»] … Dictionary of Greek