-
1 νῦν
1 now, referring to present, immediate past, or immediate future.1 adv. of time.aνῦν πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας N. 6.13
“ ὥσπερ τόδε δέρμα με νῦν περιπλανᾶται θηρός” (Stephanus: μίμνοι codd.) I. 6.47 combined with δέ and καί, εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος, νῦν δὲ Θήρων ἅπτεται Ἡρακλέος σταλᾶν ( νῦν γε v. l.) O. 3.43νῦν δὲ πὰρ Αἰγιόχῳ κάλλιστον ὄλβον ἀμφέπων ναίει I. 4.58
“ νῦν δ' εὐρυλείμων πότνιά σοι Λιβύα δέξεται εὐκλέα νύμφαν soon P. 9.55 ἦ μάλα δὴ μετὰ καὶ νῦν afterwards as now P. 4.64μάκαρ δὲ καὶ νῦν, ὅτι P. 5.20
ἤτοι μεταίξαις σὲ καὶ νῦν N. 5.43
[ νῦν codd., νυν corr. Er. Schmid. N. 6.8]καὶ νῦν ἐν Ἄρει μαρτυρήσαι κεν πόλις Αἴαντος I. 5.48
τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον I. 8.61
b c. impv., exclam., simm., emphasising urgency.ἔπεχε νῦν σκοπῷ τόξον, ἄγε θυμέ O. 2.89
ὄτρυνον νῦν ἑταίρους O. 6.87
ἀλλὰ νῦν ἐπίνειμαι O. 9.5
μὴ νῦν λαλάγει τὰ τοιαῦτ O. 9.40
ἴσθι νῦν O. 11.11
ἐπακοοῖτε νῦν (Bergk: ἐπάκοοι νῦν codd.) O. 14.15 μελαντειχέα νῦν δόμον Φερσε-φόνας ἔλθ, Ἀχοῖ O. 14.20
γνῶθι νῦν τὰν Οἰδιπόδα σοφίαν P. 4.263
ἔλα νῦν μοι πεδόθεν I. 5.38
κλῦτε νῦν Pae. 6.58
ἰὴ ἰῆτε νῦν μέτρα παιηόνων ἰῆτε, νέοι Pae. 6.121
Δαμαίνας πα[ῖ, ἐ]να[ισίμ]ῳ νῦν μοι ποδὶ στείχων ἁγέο Παρθ. 2.. μὴ νῦν νεκτα[ρ Παρθ. 2.. θνατῶν. νῦν ψᾶφον ἑλισσομέναν ὁπᾷ κῦμα κατακλύσσει ῥέον (the crux may conceal an impv.) O. 10.9ἰὴ, ἰὴ, νῦν ὁ παντελὴς Ἐνιαυτὸς ὧραί τ' ἐπῆλθον Pae. 1.5
c opposed to some other time, or hypothetical situation.νῦν ἐν καὶ τελευτᾷ O. 7.26
“ ὁ δὲ καμὼν προτέρᾳ πάθᾳ νῦν ἀρείονος ἐνέχεται ὄρνιχος ἀγγελίᾳ” P. 8.49 εἴ ποτ' ἐμᾶν, ὦ Ζεῦ πάτερ, θυμῷ θέλων ἀρᾶν ἄκουσας, νῦν σε, νῦν εὐχαῖς ὑπὸ θεσπεσίαις λίσσομαι” (bis) I. 6.44 combined with various particles,νῦν δ' ἐν αἱμακουρίαις ἀγλααῖσι μέμικται O. 1.90
τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν. νῦν δ' Ὀλυμπίᾳ στεφανωσάμενος O. 12.17
νῦν δ' ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος O. 13.104
οἱ μὲν πάλαι νῦν δ I. 2.9
τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον· νῦν γε μὰν P. 1.17
ἦ κεν ἀμνάσειεν, οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις. νῦν γε μὰν P. 1.50
τότε γὰρ. νῦν γε μὲν ἀλλοδαπᾶν κριτὸν εὑρήσει γυναικῶν ἐν λέχεσιν γένος P. 4.50
ἔτλαν δὲ πένθος οὐ φατόν. ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος I. 7.37
ἀλλ' ἁμέρᾳ γὰρ ἐν μιᾷ. νῦν δ αὖ μετὰ χειμέριον ζόφον I. 4.18
, cf. Pae. 2.80 infra.ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον νῦν αὖτε Ἰσθμοῦ δεσπότᾳ I. 6.5
ἐν κρυοέσσᾳ συντυχίᾳ. νῦν δ' αὖτις ἀρχαίας ἐπέβασε Πότμος συγγενὴς εὐαμερίας I. 1.39
οὐρανῷ προσπαλαίει νῦν γε πατρῴας ἀπὸ γᾶς. ἐν δὲ χρόνῳ for the present it is true... but.. P. 4.290νῦν μὲν αὐτῷ O. 8.65
2 c. art., pro subs., τῶν νῦν δὲ καὶ Θρασύβουλος πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα (byz.: τῶν δὲ νῦν codd.) P. 6.43 τίμαθεν γὰρ τὰ πάλαι τὰ νῦν τ' Παρθ. 2.. ξένον μή τιν κυριώτεροντῶν γε νῦν O. 1.105
παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν N. 7.101
pro adv.,τὸ νῦν τε καὶ τὸ λοιπὸν P. 5.117
3 fragg. ν]ῦν δ' αὖ γλυκυμάχανον[ (supp. von Arnim) Πα. 2.. νῦν[ Πα. 13. a. 12 ]ει καὶ νῦν τέρας δι[ Πα. 13. c. 9. νῦν δεδ[ Θρ. 2. 5.
См. также в других словарях:
άγγελος — I Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα… … Dictionary of Greek
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek
Minuscule 343 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 343 Name Mediolani Ambrosianus H Text Gospels Date 11th century … Wikipedia
ακήρυκτος — και χτος, η, ο (Α ἀκήρυκτος, ον) αυτός που δεν προαναγγέλθηκε με κήρυκα, που έγινε χωρίς προειδοποίηση, ο ξαφνικός αρχ. 1. αυτός που δεν έχει αναγορευτεί νικητής από κήρυκες, ο άδοξος 2. αυτός, για τον οποίο δεν έφερε ο κήρυκας αγγελία, άγνωστος… … Dictionary of Greek
αναγγέλλω — (Α ἀναγγέλλω) 1. φέρνω αγγελία, ανακοινώνω, γνωστοποιώ 2. ειδοποιώ για την επίσκεψη προσώπου αρχ. 1. μιλώ για κάποιον 2. προκηρύσσω, ορίζω ανταμοιβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α) * + ἀγγέλλω. ΠΑΡ. αναγγελία, αναγγελτήριος, αναγγελτικός] … Dictionary of Greek
διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… … Dictionary of Greek