-
1 παραπλειος
3почти полныйπαράπλειαι ὦσι τράπεζαι Hom. ap. Plat. (v. l. παρὰ δὲ πλήθωσι τράπεζαι) — столы были почти полны
См. также в других словарях:
παράπλειος — εία, ον, Α ο σχεδόν γεμάτος («ὅταν παραπλεῑαι ὦσι τράπεζαι σίτου καὶ κρειῶν», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πλεῖος, επικ. τ. τού πλέος (< πίμπλημι, βλ. λ. πλέως)] … Dictionary of Greek