-
101 παρα-πιεσμός
παρα-πιεσμός, ὁ, das Drücken auf der Seite, Vett. Chirurg.
-
102 παρα-πελεκάω
παρα-πελεκάω, an der Seite mit der Axt behauen, Theophr.
-
103 παρα-πελάζειν
παρα-πελάζειν, sich nähern, Sp.
-
104 παρα-πιέζω
παρα-πιέζω, von der Seite drücken, ὀφϑαλμόν, Sext. Emp. adv. math. 7, 192.
-
105 παρα-πείρω
παρα-πείρω, von der Seite durchbohren, Sp.
-
106 παρα-πείθω
παρα-πείθω, auf listige, betrügerische Weise überreden, beschwatzen, durch listiges Zureden besänftigen, auch ohne den Nebenbegriff des Betrugs, ὡς εἰπὼν παρέπεισεν ἀδελφειοῦ φρένας, Il. 13, 788. 23, 606 u. öfter, σπουδῇ παρπεπιϑόντες ἑταίρου χωόμενον κῆρ, 23, 37, vgl. Od. 24, 119; auch in der poet. Form παραιπεπιϑοῠσα, Il. 23, 40, wie Μέντορ, μή σ' ἐπέεσσι παραιπεπίϑῃσιν Ὀδύσσεύς, Od. 22, 213; παράπεισον δὲ σόν, ὃν λισσόμεϑ', ἐλϑεῖν τέκνον, Eur. Suppl. 60; und in Prosa, μή πη πρεσβύτας ἡμᾶς ὄντας παραπείσῃ ὁ λόγος Plat. Legg. X, 892 d, u. Folgde, wie Luc. Pisc. 18.
-
107 παρα-παιόντως
παρα-παιόντως, adv. part. praes. von παραπαίω, verrückter Weise, Hesych.
-
108 παρα-παιδεύω
παρα-παιδεύω, daneben unterrichten, Sp.
-
109 παρα-παιδ-αγωγέω
παρα-παιδ-αγωγέω, anders erziehen, gew. etwas Schlimmes, Verdorbenes allmälig abändern und verbessern, auch abmahnen, καὶ μεϑαρμόττειν καὶ πρὸς τὸ καϑαρὸν τῆς διαίτης μεϑιστάναι, Luc. Nigr. 13; Plut. u. a. Sp.
-
110 παρα-πνοή
-
111 παρα-πνέω
παρα-πνέω (s. πνέω), daneben wehen, durch eine Nebenöffnung wehen, od. die eingeschlossene Luft auslassen, ἵνα μή τι παραπνεύσῃ ὀλίγον περ Od. 10, 24, u. einzeln bei Sp., bei denen es auch heißt »daneben nach Etwas riechen«, einen Nebengeruch haben, τινός, wovon.
-
112 παρα-παίω
παρα-παίω (s. παίω), daneben falsch schlagen, χέλυν, Aesch. fr. 318 bei Ath. XIV, 632 c; gew. intr. ausschlagen, ausgleiten, übertr. abirren, abschweifen von Etwas, τινός, z. B. τῆς ἀληϑείας, Pol. 3, 21, 9. 17, 14, 11, τοῦ δέοντος, καϑήκοντος, 4, 31, 2. 30, 6, 3. – Daher παραπαίειν φρενῶν, von Verstande kommen, verrückt werden, auch ohne den Zusatz, Aesch. Prom. 1058 Ar. Pax 90; καὶ ληρεῖν, Plut. 508; καὶ μαίνομαι, Plat. Conv. 173 e; Sp.; τῆς ἀληϑείας καὶ ἀγνοεῖν, Pol. 12, 9, 1; παραπεπαικώς dem παραφρονῶν entsprechend, Plut. sol. an. 5.
-
113 παρα-παίζω
παρα-παίζω (s. παίζω), nebenbei, beiläufig scherzen, spotten, πρός τι, anspielen, Schol. Ar. Plut. 811.
-
114 παρα-παίγνιον
παρα-παίγνιον, τό, = simplex, Sp.
-
115 παρα-πηρόω
παρα-πηρόω, daneben verstümmeln, Philo.
-
116 παρα-ποτάμιος
παρα-ποτάμιος, auch 3 Endgn, neben dem Flusse, daran gelegen, daran wohnend, ζῷον, Arist. H. A. 9, 46; τόποι, D. Sic. 2, 11; μάχη, Plut. Mar. 19 u. A. S. nom. pr.
-
117 παρα-πλόκαμος
παρα-πλόκαμος, an den Seiten lockig, Hesych. erkl. παραπεπλεγμένη τὰς τρίχας.
-
118 παρα-πλόμενος
παρα-πλόμενος, dazu kommend, dabei seiend, Hesych. erkl. παρών (παραπέλομαι kommt nicht vor).
-
119 παρα-πομπός
παρα-πομπός, begleitend, geleitend, zum Schutz, ναῦς, Pol. 1, 52, 5. 15, 2, 6 u. Sp., auch herbeischaffend, zuführend.
-
120 παρα-πομπή
παρα-πομπή, ἡ, Begleitung, Geleit, bes. zum Schutz, παραπομπὴν διδόναι, Arist. Oec. 2, 30; δοὺς ἐφόδια καὶ παραπομπὴν ἐξαπέστειλε, Pol. 15, 5, 7; πέμψαι, 30, 9, 13 u. a. Sp. Auch das Herbeischaffen, ἀποσταλέντα σκάφη ἐπὶ τὴν παραπομπὴν τοῦ σίτου εἰς Ἑλλήςποντον, Dem. 18, 73, vgl. 50, 19; die Zufuhr, Xen. Hell. 7, 2, 23; Arist. pol. 7, 5; παραπομπὴν ποιεῖν τῶν ἰχϑύων, Antiphan. bei Ath. VIII, 343 a; τῶν ἐπιτηδείων, D. C. 56, 19.
См. также в других словарях:
παρά — beside indeclform (prep) πᾱρά , πηρός disabled in a limb neut nom/voc/acc pl (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc/acc dual (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρα — παρά beside indeclform (prep) πά̱ρᾱ , πῆρος loss of strength neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
πάρα — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
παρά — Α. Ως πρόθεση συντάσσεται πάντοτε με αιτιατική και σημαίνει: 1. αφαίρεση, πλην: Είναι η ώρα πέντε παρά τρία λεπτά. 2. εκτός από: Δε θα δεχτώ τίποτε παρά μόνο ένα γλυκό, για να μη σας προσβάλω. Β. Ως σύνδεσμος σημαίνει ή χρησιμοποιείται: 1. αντί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρά ποδί — Α (κατά τον Ησύχ.) «παρὰ τοῑς ποσί» … Dictionary of Greek
παρα-αμινο-βενζοϊκός — ή, ό φρ. «παρα αμινο βενζοϊκό οξύ» (βιοχ. φυσιολ.) όξινο αμινοπαράγωγο που σχηματίζεται από π τολουιδίνη κατά την οξείδωση, αφού η αμινομάδα προστατευθεί με ακετυλίωση, και το οποίο χρησιμοποιείται για την παρασκευή αζωχρωμάτων … Dictionary of Greek
παρα-αμινοσαλικυλικός — ή, ό φρ. «παρα αμινοσαλικυλικό οξύ» (φαρμ.) οργανική αρωματική ένωση, χημειοθεραπευτικό φάρμακο που χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με το ισονιαζίθιο ή με τη στρεπτομυκίνη στη θεραπεία τής φυματίωσης … Dictionary of Greek
παρα-αμινοϊππουρικός — ή, ό φρ. «παρα αμινοϊππουρικό οξύ» ιατρ. αμινικό παράγωγο τού ιππουρικού οξέος που χρησιμοποιείται στη λειτουργική έρευνα τών νεφρών για τη μέτρηση τής ποσότητας τού πλάσματος τού αίματος που διέρχεται από τους νεφρούς σε ένα λεπτό … Dictionary of Greek
Παρὰ κωφῶ ἀποπέρδειν. — См. Не шепчи глухому, не мигай слепому … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
παρά χείρα — Α (κατά τον Ησύχ.) «μετὰ χεῑρα, ἐν χερσί» … Dictionary of Greek