-
1 παροίτερα
παροίτεροςbefore: neut nom /voc /acc pl
См. также в других словарях:
παροίτερα — παροίτερος before neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροίτερος — έρη, ον, Α (συγκρ. επίθ. τού πάροιθε) 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά από κάποιον, ο εμπρόσθιος, ο προηγούμενος («ἄλλοι μοι δοκέουσι παροίτεροι ἔμμεναι ἵπποι», Ομ. Ιλ.) 2. (με γεν.) ενώπιον, μπροστά σε κάποιον 3. (για χρόνο) ο πρότερος, ο… … Dictionary of Greek