-
1 παρελαύνω
[парэлавно] р. проходить торжественным шествием.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παρελαύνω
-
2 маршировать
маршировать πηγαίνω με βήμα, βαδίζω; παρελαύνω (на параде)* * *πηγαίνω με βήμα, βαδίζω; παρελαύνω ( на параде) -
3 дефилировать
дефилироватьнесов παρελαύνω. -
4 маршировать
маршироватьнесов βαδίζω, κάνω βηματισμό, παρελαύνω. -
5 проходить
прох||одить Iнесов1. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι:\проходить торжественным маршем παρελαύνω· \проходить по мосту περνώ τή γέφυρα·2. (курс лечения, обучения, тж. о времени) περνώ, παρέρχομαι·3. (состояться) λαμβάνω χώραν, γίνομαι/ διεξάγομαι (о заседании и т. п.):собрание \проходитьо́дит бурно ἡ συνέλευση εἶναι θυελλώδης·4. (пролегать) περνώ:туннель \проходитьо́дит через горы τό τοῦ(ν)νελ περνἄ μέσα ἀπό βουνά.проход||и́ть IIсов (некоторое время) περπατώ:я \проходитьи́л весь вечер попусту περπάτησα ἄδικα,ὅλο τό βράδυ. -
6 шествовать
шествоватьнесов παρελαύνω, βαδίζω:важно \шествовать βαδίζω μέ τουπέ. -
7 маршировать
[μαρσιραβάτ'] ρ. βαδίζω, παρελαύνω -
8 шествовать
[σέστβαβατ"] ρ. βαδίζω, παρελαύνω -
9 маршировать
[μαρσιραβάτ'] ρ βαδίζω, παρελαύνω -
10 шествовать
[σέστβαβατ"] ρ βαδίζω, παρελαύνω -
11 дефилировать
-руга, -руешьρ.δ.παρελαύνω. -
12 марш
марш 1-а α.1. βήμα, βηματισμός•церемониальный марш βήμα παρέλασης•
проходить торжественным -ем παρελαύνω.
2. μετακίνηση στρατευμάτων πορεία•форсированный марш σύντονη πορεία.
|| στρατιωτικός ελιγμός.3. μουσικό εμβατήριο, μαρς.4. το τμήμα σκάλας μεταξύ δύο πλατύσκαλων.марш 2(επιφ.) μαρς (παράγγελμα)•шагом -! εμπρός, μαρς! || φεύγα, φύγε•
марш отсюда! (εμπρός) έξω απ εδώ!•
марш домой (εμπρός) φύγε για το σπίτι.
-
13 парадировать
-рую, -руешь- ρ.δ. (γραπ. λόγος) • παρελαύνω. -
14 продефилировать
ρ.σ. παρελαύνω. -
15 церемониал
-а α.εθιμοτυπία, εθιμοταξία•пройти -ом παρελαύνω εθιμοτυπικά.
-
16 шествовать
-ствую, -ствуешьρ.δ. (γραπ. λόγος) παρελαύνω• πορεύομαι,.βαδίζω•-важно βαδίζω με επίσημο ύφος (με τουπέ).
См. также в других словарях:
παρελαύνω — παρελαύνω, παρέλασα και παρήλασα βλ. πίν. 96 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παρελαύνω — παρελαύ̱νω , παρελαύνω drive by aor subj act 1st sg παρελαύ̱νω , παρελαύνω drive by pres subj act 1st sg παρελαύ̱νω , παρελαύνω drive by pres ind act 1st sg παρελαύ̱νω , παρελαύνω drive by aor subj act 1st sg παρελαύ̱νω , παρελαύνω drive by pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρελαύνω — ΝΑ / και παρελάω Α [ελαύνω] διέρχομαι κοντά από κάτι, περνώ μπροστά από κάπου νεοελλ. 1. (για στρατό, οργανώσεις, σχολεία) περνώ κατά φάλαγγα ή κατά παραγωγή μπροστά από αρχηγό ή από τιμώμενο πρόσωπο, περνώ από τους κεντρικούς δρόμους μιας πόλης… … Dictionary of Greek
παρελαύνω — παρέλασα, περνώ μπροστά από κάποιον σε γραμμή με άλλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρελᾶν — παρελαύνω drive by fut part act masc voc sg (attic doric aeolic) παρελαύνω drive by fut part act neut nom/voc/acc sg (attic doric aeolic) παρελαύνω drive by fut part act masc nom sg (attic doric aeolic) παρελαύνω drive by fut inf act (attic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρελαυνούσης — παρελαύνω drive by fut part act fem gen sg (attic epic) παρελαῡνούσης , παρελαύνω drive by pres part act fem gen sg (attic epic ionic) παρελαύνω drive by fut part act fem gen sg (attic epic) παρελαῡνούσης , παρελαύνω drive by pres part act fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρελᾶντα — παρελαύνω drive by fut part act neut nom/voc/acc pl (attic doric aeolic) παρελαύνω drive by fut part act masc acc sg (attic doric aeolic) παρελαύνω drive by pres part act neut nom/voc/acc pl (epic doric aeolic) παρελαύνω drive by pres part act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρελάσσῃ — παρελαύνω drive by aor subj mid 2nd sg (epic) παρελαύνω drive by aor subj act 3rd sg (epic) παρελαύνω drive by fut ind mid 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρελασάντων — παρελαύνω drive by aor part act masc/neut gen pl παρελαύνω drive by aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεληλακότα — παρελαύνω drive by perf part act neut nom/voc/acc pl παρελαύνω drive by perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρελάσαντα — παρελαύνω drive by aor part act neut nom/voc/acc pl παρελαύνω drive by aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)