Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

παρεκτός

См. также в других словарях:

  • παρεκτός — besides indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκτός — ΝΜΑ επίρρ. εκτός, πλην, αν εξαιρέσουμε, χώρια, ξέχωρα («παρεκτὸς λοιπὸν ὅτι αὐτὸς τὸν ὑπεσχέθη προστασίαν καὶ συνδρομήν», Καλλιγ.) μσν. άνευ, χωρίς («ἔζουν... καὶ παρεκτὸς ἀγάπης», Λίβ.) αρχ. φρ. «χωρὶς τῶν παρεκτός» εκτός τών εξωτερικών… …   Dictionary of Greek

  • παρεκτός — επίρρ. τροπ., εκτός, πλην …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • кромѣ — Кроме кромѣ предлог с род. пад. (2) 1. При отсутствии кого , чего л., без кого , чего л.: Тяжко ти головы кромѣ плечю, зло ти тѣлу кромѣ головы, Рускои земли безъ Игоря. 44. Буди ти въ скърбь твою прибѣжиште цьркы: паче же и кромѣ скърбии по вься …   Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"

  • Matthew 5:32 — is the thirty second verse of the fifth chapter of the Gospel of Matthew in the New Testament and is part of the Sermon on the Mount. This much scrutinized verse contains part of Jesus teachings on the issue of divorce. Contents 1 Text 2 Debate… …   Wikipedia

  • έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε …   Dictionary of Greek

  • εκτός — (I) ἑκτός, ή, όν (Α) 1. αυτός που μπορεί κανείς να τον έχει, να τον αποκτήσει 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑκτά οι ιδιότητες τής ουσίας (κατά τους Στωικούς). (II) επίρρ. (AM ἐκτός) 1. έξω, μακριά, προς τα έξω («στῆ δ ἐκτὸς κλισίης», Ιλ. Ξ) 2.… …   Dictionary of Greek

  • ξέχωρος — η, ο ξεχωριστός, ιδιαίτερος. επίρρ... ξέχωρα 1. χωριστά, ξεχωριστά 2. εκτός, παρεκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἐξέ χωρος < αρχ. ἐκχωρίζω] …   Dictionary of Greek

  • ξεχωριστός — ή, ό [ξεχωρίζω] 1. αυτός που έχει χωριστή θέση, χωρισμένος, ξεχωρισμένος («κάθεται σε ξεχωριστό θρανίο, γιατί είναι άτακτος») 2. αυτός που διαφέρει από άλλους ή από άλλα όμοιά του, ιδιαίτερος («είναι ένας ξεχωριστός τρόπος») 3. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • παρέξ — ΜΑ, πάρεξ Ν εκτός, παρεκτός (α. «ποίος αφήνει εκεί τον τόπο, πάρεξ ὁταν ξαπλωθή;», Σολωμ. β. «παρὲξ ὁδοῡ», Ομ. Ιλ. γ. «πάρεξ τοῡ ἀργύρου χρυσόν», Ηρόδ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐξ] …   Dictionary of Greek

  • έξω — και όξω επίρρ. τοπ. και πρόθ., εκτός (αντίθ. εντός, μέσα). 1. με την πρόθ. από + αιτ. (ή + επίρρ.) σημαίνει, α. όχι μέσα σε κάτι: Συναντήθηκαν έξω από το σπίτι μου. – Έξω από τα όρια. β. εξαίρεση (πλην, εξόν, χώρια, ξέχωρα, εκτός, παρεκτός): Έξω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»