-
1 παρεκδιδομένη
παρ-εκ-διδομένη, ἡ, die mit einem anderen Verheiratete
См. также в других словарях:
παρεκδιδομένῃ — παρά ἐκδίδωμι give up pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεκδίδωμι — Α 1. δίνω κρυφά σε γάμο, παντρεύω κρυφά 2. (η μτχ. θηλ. ενεστ. ως κύριο όν.) Παρεκδιδομένη τίτλος κωμωδίας τού Αντιφάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐκδίδωμι «δίνω σε γάμο, παντρεύω»] … Dictionary of Greek