Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παρειναι

См. также в других словарях:

  • παρεἷναι — παρεῖναι , παρίημι let fall at the side aor inf act παρεῖναι , παρίημι let fall at the side aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεἶναι — παρεῖναι , πάρειμι 1 sum pres inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεῖναι — πάρειμι 1 sum pres inf act παρίημι let fall at the side aor inf act παρίημι let fall at the side aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεῖν' — παρεῖναι , πάρειμι 1 sum pres inf act παρεῖναι , παρίημι let fall at the side aor inf act παρεῖναι , παρίημι let fall at the side aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ABEL — I. ABEL Daniae Regnum invasit occisô Ericô frarre, cuius cadaver in mare proici iussit. Sed in bello contra Frisones occisus, et locus sepulturae eius spectris infestatus est. Cranty, l. 7. c. 21. Spondan. A. C. 1250. II. ABEL Per N, Latine… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • EVOCATORIAE — Epistolae dicebantur, quibus absentes ad Comitatum evocabantur a Principe, aut quibus iis, qui Principis aspectum ambiebant, veniendi concedbatur facultas. Nam sine Evocatoria ad Comitatum venire omnibus non licebat, leg. 3. Coaicis Theodosiani,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • OCULOS atque aures — ex pretiosa materia effictos, eosque certis ritibus consecratos ac Diis dedicatos et sic in horum Templis asservatos ab Aegyptiis, narrat Clemens Alexandrinus l. 5. Strom. quibus tacite ait signisicatum, Deum omnia videre atque audive. Certe… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ένη — (I) ἔνη, η (θηλ. τοὺ ἔνος* ως επίρρ., στις πλάγιες πτώσεις μόνο) (Α) μεθαύριο, την τρίτη μέρα («ἀπιέναι, παρεῑναι δ εἰς ἔνην» να φύγουν και να παρουσιαστούν μεθαύριο, Αριστοφ.). (II) ἕνη, η (θηλ. τοὺ ἕνος*) (Α) η τελευταία, η τριακοστή μέρα τού… …   Dictionary of Greek

  • επίτροπος — Το πρόσωπο που έχει αναλάβει τη διαχείριση των συμφερόντων άλλου προσώπου ή φορέα. Πρόκειται για τιμητικό λειτούργημα, συνήθως άμισθο. Ο ε. διαθέτει την εξουσία, συνήθως προσωρινή, για την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν τις υποθέσεις τρίτου,… …   Dictionary of Greek

  • προσεδρεύω — Α 1. κάθομαι, παραμένω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («πότερα κατ οἴκους ἢ προσεδρεύων πυρᾱ;», Ευρ.) 2. είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον, τόν προσέχω («τῇ θεραπείᾳ τοῡ θεοῡ προσεδρεύειν», Ιώσ.) 3. βρίσκομαι στο πλευρό κάποιου, τόν φροντίζω 4. μένω… …   Dictionary of Greek

  • πρόθεση — Αμετάβλητο (άκλιτο) μέρος του λόγου, που δηλώνει τις σχέσεις αλληλεξάρτησης μεταξύ ενός ονόματος ή μιας ονομαστικής έκφρασης και των άλλων στοιχείων της πρότασης. Αν και διαφέρει από το επίρρημα και τον σύνδεσμο, οι σχέσεις εξάρτησης των οποίων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»