-
1 παραχορεύων
παρά-χορεύωdance a round: pres part act masc nom sg
См. также в других словарях:
παραχορεύων — παρά χορεύω dance a round pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραχορεύω — ΝΜΑ νεοελλ. χορεύω πάρα πολύ μσν. χορεύω κοντά, παραπλεύρως, δίπλα αρχ. χορεύω κοντά στον χορό ή είμαι μέλος τού χορού … Dictionary of Greek
αντικείμενο — (Γραμμ.).Ουσιαστικό (αλλά και οποιοδήποτε μέρος του λόγου ή και ολόκληρη πρόταση, που λαμβάνονται ως ουσιαστικά) που τίθεται σε πλάγια πτώση απροθέτως, ως ολοκλήρωση του νοήματος που εκφράζει το ρήμα. Ρήματα που εκφράζουν την απλή ύπαρξη, την… … Dictionary of Greek