-
1 παρατηρεω
1) наблюдать, держать под наблюдением, следить(τοὺς τῆς πόλεως τόπους Polyb.)
2) охранять, оберегать(τὰς πύλας NT.)
3) соблюдать(τὸ μέτριον Arst.; med. ἡμέρας καὴ μῆνας NT.)
1 παρατηρεω
(τοὺς τῆς πόλεως τόπους Polyb.)
(τὰς πύλας NT.)
(τὸ μέτριον Arst.; med. ἡμέρας καὴ μῆνας NT.)