-
1 παρακοπτω
1) подделывать(νόμισμα Diod., Plut.)
παρακεκομμένα (ὀνόματα) Luc. — неправильные слова, ошибки;ἀνδράρια παρακεκομμένα Arph. — лживые людишки2) med. обманывать, надувать(τινα Arph.)
; лишать хитростью, посредством обмана(τινα ἀγαθῶν Arph.)
παρακόπτεσθαι διχοινίκῳ Arph. — быть обманутым на два хеника (муки)3) отсекать, обрубать(τῶν ζῴων μέλη παρακεκομμένα Polyb.)
4) увечить, искажатьπ. τὰς φρένας Eur. и τῇ διανοίᾳ Arst. — поражать безумием;
См. также в других словарях:
NUMISMA Census — cuius mentio Matth. c. 22. v. 19. non certum fuit numismatis genus, quô solô tributa solverentur, sed pecunia Romana, quae sola ab exactoribus eius tributi accipiebatur. In Graeco est, τὸ νόμισμα τοῦ κήνσου; quae vox κῆνσος, etsi Latina est… … Hofmann J. Lexicon universale
κόμμα — Οργανωμένη πολιτική ομάδα, που συνιστά μια ελεύθερη οργάνωση ανθρώπων, η οποία, βασιζόμενη σε μια κοινότητα ιδεολογικού προσανατολισμού ή συμφερόντων, επιδίδεται σε προπαγάνδα, προσηλυτισμό και πολιτικό αγώνα, για την πραγματοποίηση –με την… … Dictionary of Greek
υπέρκοπος — ον, Α 1. αυτός που υπερβαίνει κάθε μέτρο, κάθε όριο 2. (κατ επέκτ.) θρασύς, αυθάδης, αλαζονικός 3. υπερβολικά κουρασμένος, κατάκοπος. επίρρ... ὑπερκόπως Α με υπέρμετρα αυθάδη ή αλαζονικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + κοπος (< κόπος < κόπτω) … Dictionary of Greek