-
1 παραθήγω
A whet, sharpen upon,ἐγχειριδίου.. ἀκόνῃ.. παραθηγομένου Hermipp.46
(anap.).2 metaph., exasperate, provoke, τὰς ὀργάς τινων (v.l. τισι) D.H.8.57;παρατέθηκται ἐξ ἐπιστολῆς Ph.2.575
, cf. 543; τὴν ψυχὴν τοῖς καλλίστοις τῶν μελῶν π. incite, Plu.2.1145f.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραθήγω
-
2 παραθήγω
παρά-θήγωsharpen: pres subj act 1st sgπαρά-θήγωsharpen: pres ind act 1st sg
См. также в других словарях:
παραθήγω — ΜΑ 1. διεγείρω, ερεθίζω 2. παρορμώ, παρακινώ («τὴν ψυχὴν τοῑς καλλίστοις τῶν μελῶν παραθήγειν», Πλούτ.) αρχ. ακονίζω κάτι με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + θήγω «ακονίζω»] … Dictionary of Greek
παραθήγω — παρά θήγω sharpen pres subj act 1st sg παρά θήγω sharpen pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήγω — και θάγω (Α) 1. οξύνω, ακονίζω 2. μτφ. παροτρύνω, ενθαρρύνω, εγκαρδιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. dhāgu «οξύς» και συνδέεται με το αρμ. daku «πέλεκυς». Η ύπαρξη τ. με ω (λ.χ. η γλώσσα τού Ησυχίου τεθωγμένοι μεθυσμένοι) αποτελούν ένδειξη σπάνιας … Dictionary of Greek
παράθηξις — ἡ, Α [παραθήγω] 1. ακόνισμα, τρόχισμα 2. μτφ. παρόρμηση … Dictionary of Greek