-
1 παραφορα
-
2 παραφορά
-
3 παραφορά
[парафора] ουσ θ вспышка, порыв (ярости, гнева и т. д.), страсть, увлечение.
См. также в других словарях:
παραφορά — παραφορά̱ , παραφορά going aside fem nom/voc/acc dual παραφορά̱ , παραφορά going aside fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφορᾷ — παραφορά going aside fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφορά — η, ΝΑ, ιων. τ. παραφορή, ἡ, δωρ. τ. παρφορά, Α [παραφέρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραφέρομαι, το να παραφέρεται κανείς, έξαψη, διέγερση από βίαιο πάθος ή συναίσθημα, παρεκτροπή από σφοδρό θυμό (α. «βρέθηκε σε παραφορά θυμού» β.… … Dictionary of Greek
παραφορά — η έντονη εκδήλωση συναισθήματος, έξαψη, ταραχή, παραφροσύνη: Πάνω στην παραφορά του δεν ήξερε τι έλεγε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παράφορα — (I) επίρρ. βλ. παράφορος. (II) τά, Α (κατά τον Ησύχ.) «παρατετραμμένα» … Dictionary of Greek
παράφορα — παράφορον borne aside neut nom/voc/acc pl παράφορος borne aside neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφοράν — παραφορά̱ν , παραφορά going aside fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφοράς — παραφορά̱ς , παραφορά going aside fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφοραῖς — παραφορά going aside fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφοραί — παραφορά going aside fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφορᾶς — παραφορά going aside fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)