Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

παραστῇ

  • 1 παρίσταμαι

    (αόρ. παρέστην)
    1) присутствовать; 2) юр. присутствовать в суде в качестве защитника (об адвокате); 3) изображаться;

    η Αθηνά παρίσταται κρατούσα το δόρυ και την ασπίδα ( — богиня) Афина изображается держащей копьё и щит;

    4) τριτοπρόσ. есть, имеется;
    εάν παραστή ευκαιρία при удобном случае;

    παρίσταται ανάγκη — есть необходимость; — необходимо;

    § ως ευ παρέστης! добро пожаловать!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παρίσταμαι

См. также в других словарях:

  • παραστῇ — παραστάζω drop upon fut ind mid 2nd sg (doric) παραστάζω drop upon fut ind act 3rd sg (doric) παρίστημι cause to stand aor subj mid 2nd sg παρίστημι cause to stand aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστῆι — παραστῇ , παραστάζω drop upon fut ind mid 2nd sg (doric) παραστῇ , παραστάζω drop upon fut ind act 3rd sg (doric) παραστῇ , παρίστημι cause to stand aor subj mid 2nd sg παραστῇ , παρίστημι cause to stand aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»