-
1 παραρτάω
A hang alongside, to, or upon, Ael.NA1.2 ;ξιφίδιον ἐκ τῆς ὀροφῆς Plu.2.844e
:—[voice] Pass.,μάχαιρα παρήρτητο Id.Ant.4
; παρηρτῆσθαι μάχαιραν to have it hung by one's side, Ael.NA5.3 ;ξίφος παρηρτημένοι γυμνοῦ σώματος Hdn.3.14.8
;π. πήραν Luc.Peregr.15
; τὰ παρηρτημένα parts appended, Artemo 12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραρτάω
-
2 παραρτέομαι
I trans., fit out for oneself, get ready, ἐπὶ τέσσερα ἔτεα παραρτέετο στρατιήν was engaged in preparing, Hdt.7.20, cf. 142, 8.76, 9.42 ; soπ. τὰς νέας ὡς ἐς πλόον Arr.Ind.27.10
.II abs., prepare, hold oneself in readiness,παραρτέοντο ὡς ἀλεξησόμενοι Hdt.8.108
, cf. 81 ;πᾶς τις παρήρτητο ὡς ἐς πόλεμον Id.9.29
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραρτέομαι
-
3 παράρτημα
A anything hanging at the side, amulet, appendage, Luc.Philops. 8.II dub. sens. in SIG2554.25 (Magn. Mae.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράρτημα
-
4 παραρτίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραρτίδιον
-
5 παραρτίζομαι
A prepare beside, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραρτίζομαι
-
6 παράρτυμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράρτυμα
-
7 παράρτυσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράρτυσις
-
8 παραρτύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραρτύω
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский