-
1 παραλογιζομαι
1) ошибаться в расчетах, просчитываться Dem.2) обсчитыватьτρία ἡμιοβόλια π. τινα Arst. — обсчитать кого-л. на три обола
3) неправильно рассуждать(Ζήνων παραλογίζεται Arst.)
4) вводить в заблуждение, обманывать(τινα Isocr., Aeschin., Plut.; ἑαυτόν NT.; παραλογισθῆναι καὴ παραλογίσασθαι Arst.)
-
2 παραλογίζομαι
παραλογίζομαιpres ind mp 1st sg -
3 παραλογίζομαι
παραλογίζομαι mid. dep.; 1 aor. παρελογισάμην (Isocr., Demosth. et al.; ins, pap, LXX; PsSol 4:11).① w. acc. of pers. (Aeschin. et al.; Epict. 2, 20, 7; Dio Chrys. 10 [11], 108; PMagd 29, 5 [III B.C.]; PAmh 35, 12; LXX; Jos., Ant. 11, 275) deceive, delude Col 2:4; IMg 3:2. ἑαυτόν deceive oneself Js 1:22.② w. acc. of thing reckon fraudulently, defraud, perh. distort (OGI 665, 15 δαπάνας … παραλογις[θεί]σας of expenses fraudulently reckoned; Gen 31:41 τὸν μισθόν) τὰς ἐντολὰς Ἰησοῦ Χριστοῦ 2 Cl 17:6.—DELG s.v. λέγω. M-M.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > παραλογίζομαι
-
4 παραλογίζομαι
{с.гл., 2}обманывать, вводить в заблуждение, прельщать.Ссылки: Кол. 2:4; Иак. 1:22.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > παραλογίζομαι
-
5 παραλογίζομαι
{с.гл., 2}обманывать, вводить в заблуждение, прельщать.Ссылки: Кол. 2:4; Иак. 1:22.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > παραλογίζομαι
-
6 παραλογίζομαι
обманывать, вводить в заблуждение, прельщать; син. ἀπατάω, πλανάω.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > παραλογίζομαι
-
7 παραλογίζομαι
[паралогизомэ] р. говорить без всякого смысла,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παραλογίζομαι
-
8 παραλογίζομαι
+ V 2-8-0-2-2=14 Gn 29,25; 31,41; Jos 9,22; JgsA 16,10.13לא יעדרוto deceive [τι] Est 8,12f; to calculate fraudulently, to reckon fraudulently [τι] Gn 31,41; to defraud [τινα] Gn 29,25*2 Sm 21,5 ὃς παρελογίσατο who deceived-רמה? for MT דמה who devised→NIDNTT -
9 παραλογίζομαι
[паралогизомэ] ρ говорить без всякого смысла. -
10 παραλογίζομαι
παραλληλ-ίζομαι, in keeping accounts,A cheat, D.27.29, 41.30, Philem.32 : c. dupl. acc., defraud of,π. τρία ἡμιωβέλια τοὺς ναοποιούς Arist.Rh. 1374b26
, cf.Isoc. 12.243 ; reckon fraudulently,τὸν μισθόν LXX Ge.31.41
;τὰ πορθμεῖα Luc.DMort.4.1
: generally, defraud, τινα LXX Ge.29.25, PMagd.29.5 (iii B.C.) :—[voice] Pass.,δαπάνας παραλογισθείσας OGI665.15
(Egypt, i A.D.).2 mislead by fallacious reasoning,σφᾶς αὐτούς Isoc.Ep.6.12
;σαυτόν Aeschin.3.221
, Phld.Rh.1.134S.;ἀπάτῃ τινὶ π. τινάς Aeschin.1.117
; μεγάλα τὴν πόγιν π. Id.2.128 :— [voice] Pass., to be misled by fallacious reasoning,π. ἡ διάνοια ὑπό τινων Arist. Pol. 1307b35
, Iamb.Protr.2;αἰτίαις Phld.Lib.p.49
O.:—[voice] Pass. and [voice] Med. opposed,παραλογισθῆναι καὶ παραλογίσασθαι Arist. Top. 108a27
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραλογίζομαι
-
11 παραλογίζομαι
παρα-λογίζομαι, sich verrechnen; παρακρούεσϑαι, dadurch betrügen; falsche Schlüsse machen; trans. durch Trugschlüsse hintergehen, täuschen -
12 παραλογίζεσθε
παραλογίζομαιpres imperat mp 2nd plπαραλογίζομαιpres ind mp 2nd plπαραλογίζομαιimperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) -
13 παραλελογισμένων
παραλογίζομαιperf part mp fem gen plπαραλογίζομαιperf part mp masc /neut gen pl -
14 παραλελογίσμεθα
παραλογίζομαιperf ind mp 1st plπαραλογίζομαιplup ind mp 1st pl (homeric ionic) -
15 παραλογιζομένων
παραλογίζομαιpres part mp fem gen plπαραλογίζομαιpres part mp masc /neut gen pl -
16 παραλογιζόμεθα
παραλογίζομαιpres ind mp 1st plπαραλογίζομαιimperf ind mp 1st pl (homeric ionic) -
17 παραλογιζόμενον
παραλογίζομαιpres part mp masc acc sgπαραλογίζομαιpres part mp neut nom /voc /acc sg -
18 παραλογισαμένων
παραλογίζομαιaor part mp fem gen plπαραλογίζομαιaor part mp masc /neut gen pl -
19 παραλογισθησομένων
παραλογίζομαιfut part mp fem gen plπαραλογίζομαιfut part mp masc /neut gen pl -
20 παραλογισθέντα
παραλογίζομαιaor part mp neut nom /voc /acc plπαραλογίζομαιaor part mp masc acc sg
См. также в других словарях:
παραλογίζομαι — βλ. πίν. 34 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παραλογίζομαι — pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογίζομαι — ΝΑ, και παραλοΐζομαι και παραλογάω, Ν [παράλογος] νεοελλ. κάνω ή λέω κάτι ανόητο, κάτι που αντιβαίνει στη φρόνηση, στη λογική, χάνω το μέτρο τής λογικής, ανοηταίνω αρχ. 1. υπολογίζω εσφαλμένα, λογαριάζω λαθεμένα 2. κάνω απατηλούς, δόλιους… … Dictionary of Greek
παραλογίζομαι — παραλογίστηκα, παραλογισμένος, λέω ή κάνω κάτι αντίθετο στη λογική, ανοηταίνω: Όταν χάνεις την ψυχραιμία σου, παραλογίζεσαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραλογίζεσθε — παραλογίζομαι pres imperat mp 2nd pl παραλογίζομαι pres ind mp 2nd pl παραλογίζομαι imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλελογισμένων — παραλογίζομαι perf part mp fem gen pl παραλογίζομαι perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλελογίσμεθα — παραλογίζομαι perf ind mp 1st pl παραλογίζομαι plup ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογιζομένων — παραλογίζομαι pres part mp fem gen pl παραλογίζομαι pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογιζόμεθα — παραλογίζομαι pres ind mp 1st pl παραλογίζομαι imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογιζόμενον — παραλογίζομαι pres part mp masc acc sg παραλογίζομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογισαμένων — παραλογίζομαι aor part mp fem gen pl παραλογίζομαι aor part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)