-
1 παραδικάσαι
παραδικά̱σᾱͅ, παρά-δικάζωBis Acc.fut part act fem dat sg (doric)παρά-δικάζωBis Acc.aor inf actπαραδικάσαῑ, παρά-δικάζωBis Acc.aor opt act 3rd sg
См. также в других словарях:
παραδικάσαι — παραδικά̱σᾱͅ , παρά δικάζω Bis Acc. fut part act fem dat sg (doric) παρά δικάζω Bis Acc. aor inf act παραδικάσαῑ , παρά δικάζω Bis Acc. aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)