Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

παραβλέπω

  • 1 просмотреть

    просмотреть 1) επιθεωρώ, εξετάζω·, \просмотреть книгу φυλλομετρώ 2) (пропустить) παραβλέπω, παραλείπω
    * * *
    1) επιθεωρώ, εξετάζω

    просмотре́ть кни́гу — φυλλομετρώ

    2) ( пропустить) παραβλέπω, παραλείπω

    Русско-греческий словарь > просмотреть

  • 2 проглядеть

    проглядеть
    сов
    1. см. проглядывать Г
    2. (пропустить) ἀβλεπτώ, παρορώ, παραβλέπω, δέν προσέχω:
    \проглядеть ошибку παραβλέπω λάθος· ◊ все глаза \проглядеть περιμένω πολύ ὠρα χωρίς ἀποτέλεσμα.

    Русско-новогреческий словарь > проглядеть

  • 3 недоглядеть

    -яжу, -ядишь
    ρ.σ.
    1. αφήνω να περάσει απαρατήρητο, παραβλέπω, παρορώ•

    -опечатку в тексте παραβλέπω τυπογραφικό λάθος στο κείμενο.

    2. δεν παρακολουθώ, δεν προσέχω καλά• δεν κοιτάζω καλά•

    недоглядеть за ребнком δεν προσέχω καλά το παιδάκι.

    Большой русско-греческий словарь > недоглядеть

  • 4 проглядеть

    ρ.σ.
    1. μ. παραβλέπω, παρορώ•

    проглядеть ошибку в вычислениях παραβλέπω λάθος• στο λογαριασμό.

    2. μ. διαβάζω στα γρήγορα, ρίχνω μια ματιά, ξεφυλλίζω.
    3. αμ. βλέπω, κοιτάζω, θωρώ παρατηρώ.
    εκφρ.
    проглядеть глаза – βλάπτω τα μάτια από το πολύ ποίτάγμα.

    Большой русско-греческий словарь > проглядеть

  • 5 просмотреть

    ρ.σ.
    1. βλέπω, κοιτάζω• διαβάζω•

    просмотреть газету κοιτάζω την εφημερίδα•

    просмотреть счёт βλέπω το λογαριασμό.

    || ελέγχω, εξετάζω.
    2. παραβλέπω, παρορώ, διαφεύγει την προσοχή μου•

    просмотреть ошибку παραβλέπω το λάθος.

    3. βλέπω, παρατηρώ (για ένα χρον. διάστημα).
    εκφρ.
    все глаза просмотреть – περιμένω πολύ ώρα κοιτάζοντας.

    Большой русско-греческий словарь > просмотреть

  • 6 просматривать

    просматривать
    несов
    1. ἐξετάζω, βλέπω, κοιτάζω κάτι:
    \просматривать фильм βλέπω ταινία· \просматривать книгу φυλλομετρώ, διαβάζω βιβλίο στά πεταχτά·
    2. (пропускать) δέν προσέχω, παραβλέπω.

    Русско-новогреческий словарь > просматривать

  • 7 прощать

    прощать
    несов συγχωρώ/ παραβλέπω (ошибки).

    Русско-новогреческий словарь > прощать

  • 8 спускать

    спускать
    несов
    1. (опускать) κατεβάζω:
    \спускать занавеску κατεβάζω τό παραπέτασμα· \спускать паруса κατεβάζω τά πανιά, ὑποστέλλω τά ίστία· \спускать курок πιέζω τή σκανδάλη·
    2. (на воду) καθελκύω, καθέ-λκω:
    \спускать корабль καθέλκω πλοΐον \спускать шлюпку κατεβάζω τή βάρκα·
    3. (выпускать \спускать о воде, воздухе) βγάζω/ ἀδειάζω (тк. о воде):
    \спускать воду из пруда ἀδειάζω τό νερό ἀπό τή δεξαμενή·
    4. (прощать) разг συγχωρώ, παραβλέπω·
    5. (растрачивать) разг χάνω:
    \спускать все (в азартной игре) τά χάνω ὅλα στό παιγνίδι· ◊ \спускать директивы, инструкции στέλνω ὁδηγίες· не \спускать глаз с кого-л. δέν ξεκολλώ τά μάτια μου ἀπό κάποιον \спускать с цепи́ λύνω· \спускать собак на кого́-л. βάζω τά σκυλιά νά χυμήξουν πάνω σέ κάποιον \спускать кого́-л. с лестницы разг γκρεμίζω κάποιον ἀπό τή σκάλα \спускаться
    1. κατεβαίνω:
    \спускаться по лестнице κατεβαίνω τή σκάλα·
    2. (вниз по реке) κατεβαίνω τό ποτάμι, κατέρχομαι τόν ποτα-μόν, πλέω προς τίς ἐκβολές.

    Русско-новогреческий словарь > спускать

  • 9 forgive

    [fə'ɡiv]
    past tense - forgave; verb
    1) (to stop being angry with (someone who has done something wrong): He forgave her for stealing his watch.) συγχωρώ
    2) (to stop being angry about (something that someone has done): He forgave her angry words.) παραβλέπω
    - forgiving

    English-Greek dictionary > forgive

  • 10 ignore

    [iɡ'no:]
    (to take no notice of; to pay no attention to: He ignored all my warnings.) αγνοώ,αδιαφορώ για,παραβλέπω,αψηφώ

    English-Greek dictionary > ignore

  • 11 overlook

    [əuvə'luk]
    1) (to look down on: The house overlooked the river.) έχω θέα σε,βλέπω σε
    2) (to take no notice of: We shall overlook your lateness this time.) παραβλέπω

    English-Greek dictionary > overlook

  • 12 неглижировать

    -рую, -руешь, ρ.δ. παλ. • ατημελώ, παραμελώ, παραβλέπω, δε φροντίζω•

    неглижировать своими объязанностями παραμελώ τις υποχρεώσεις μου.

    Большой русско-греческий словарь > неглижировать

  • 13 прозевать

    ρ.σ.
    1. μ. χάνω, αφήνω να μου διαφύγει•

    прозевать удобный момент, случай αφήνω να μου διαφύγει η κατάλληλη στιγμή, περίπτωση•

    прозевать поезд χάνω το τρένο.

    || παραβλέπω, παρορώ, αφήνω απαρατήρητο, μου διαφεύγει την προσοχή.
    2. μασώ (για ένα χρον. διάστημα), она -ла весь вечер αυτή μάσησε όλο το βράδυ.

    Большой русско-греческий словарь > прозевать

  • 14 condone

    1) παραβλέπω
    2) συγχωρώ

    English-Greek new dictionary > condone

  • 15 ignore

    1) αγνοώ
    2) παραβλέπω

    English-Greek new dictionary > ignore

  • 16 overlook

    1) παραβλέπω
    2) παραγνωρίζω

    English-Greek new dictionary > overlook

См. также в других словарях:

  • παραβλέπω — 1 παρέβλεψα και παράβλεψα βλ. πίν. 9 2 παραείδα βλ. πίν. 110 Σημειώσεις: παραβλέπω : η έννοια διαφοροποιείται ανάλογα με τον τρόπο που σχηματίζεται ο αόριστος. Με αόρ. παρέβλεψα (πρόθ. παρά) σημαίνει → κάνω πως δε βλέπω, ανέχομαι ή παραμελώ,… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παραβλέπω — look aside pres subj act 1st sg παραβλέπω look aside pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβλέπω — ΝΜΑ παρορώ, αφήνω κάτι απαρατήρητο, προσπερνώ χωρίς να δω, χωρίς να προσέξω νεοελλ. 1. παραμελώ με τη θέληση μου, αδιαφορώ 2. προσποιούμαι ότι δεν βλέπω ή δεν καταλαβαίνω, ανέχομαι να γίνεται κάτι, φαίνομαι επιεικής 2. βλέπω πολύ καλά, έχω άριστη …   Dictionary of Greek

  • παραβλέπω — παράβλεψα 1. Βλέπω πολύ καλά: Βλέπω και παραβλέπω. 2. βλέπω κάπως, δεν βλέπω ικανοποιητικά: Μετά την εγχείρηση η γιαγιά δεν παραβλέπει. 3. κάνω πως δε βλέπω, αδιαφορώ, δε δίνω πολλή σημασία: Μπορεί να κάνει λάθη ο υπάλληλος, μα παράβλεπε και συ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραβλέπετε — παραβλέπω look aside pres imperat act 2nd pl παραβλέπω look aside pres ind act 2nd pl παραβλέπω look aside imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβλεπόμενον — παραβλέπω look aside pres part mp masc acc sg παραβλέπω look aside pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβλεψάμενον — παραβλέπω look aside aor part mid masc acc sg παραβλέπω look aside aor part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβλέπει — παραβλέπω look aside pres ind mp 2nd sg παραβλέπω look aside pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβλέπομεν — παραβλέπω look aside pres ind act 1st pl παραβλέπω look aside imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβλέπου — παραβλέπω look aside pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) παραβλέπω look aside imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβλέπουσι — παραβλέπω look aside pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παραβλέπω look aside pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»