-
1 просмотреть
просмотреть 1) επιθεωρώ, εξετάζω·, \просмотреть книгу φυλλομετρώ 2) (пропустить) παραβλέπω, παραλείπω* * *1) επιθεωρώ, εξετάζωпросмотре́ть кни́гу — φυλλομετρώ
2) ( пропустить) παραβλέπω, παραλείπω -
2 проглядеть
проглядетьсов1. см. проглядывать Г2. (пропустить) ἀβλεπτώ, παρορώ, παραβλέπω, δέν προσέχω:\проглядеть ошибку παραβλέπω λάθος· ◊ все глаза \проглядеть περιμένω πολύ ὠρα χωρίς ἀποτέλεσμα. -
3 недоглядеть
-яжу, -ядишьρ.σ.1. αφήνω να περάσει απαρατήρητο, παραβλέπω, παρορώ•-опечатку в тексте παραβλέπω τυπογραφικό λάθος στο κείμενο.
2. δεν παρακολουθώ, δεν προσέχω καλά• δεν κοιτάζω καλά•недоглядеть за ребнком δεν προσέχω καλά το παιδάκι.
-
4 проглядеть
ρ.σ.1. μ. παραβλέπω, παρορώ•проглядеть ошибку в вычислениях παραβλέπω λάθος• στο λογαριασμό.
2. μ. διαβάζω στα γρήγορα, ρίχνω μια ματιά, ξεφυλλίζω.3. αμ. βλέπω, κοιτάζω, θωρώ παρατηρώ.εκφρ.проглядеть глаза – βλάπτω τα μάτια από το πολύ ποίτάγμα. -
5 просмотреть
ρ.σ.1. βλέπω, κοιτάζω• διαβάζω•просмотреть газету κοιτάζω την εφημερίδα•
просмотреть счёт βλέπω το λογαριασμό.
|| ελέγχω, εξετάζω.2. παραβλέπω, παρορώ, διαφεύγει την προσοχή μου•просмотреть ошибку παραβλέπω το λάθος.
3. βλέπω, παρατηρώ (για ένα χρον. διάστημα).εκφρ.все глаза просмотреть – περιμένω πολύ ώρα κοιτάζοντας. -
6 просматривать
просматриватьнесов1. ἐξετάζω, βλέπω, κοιτάζω κάτι:\просматривать фильм βλέπω ταινία· \просматривать книгу φυλλομετρώ, διαβάζω βιβλίο στά πεταχτά·2. (пропускать) δέν προσέχω, παραβλέπω. -
7 прощать
прощатьнесов συγχωρώ/ παραβλέπω (ошибки). -
8 спускать
спускатьнесов1. (опускать) κατεβάζω:\спускать занавеску κατεβάζω τό παραπέτασμα· \спускать паруса κατεβάζω τά πανιά, ὑποστέλλω τά ίστία· \спускать курок πιέζω τή σκανδάλη·2. (на воду) καθελκύω, καθέ-λκω:\спускать корабль καθέλκω πλοΐον \спускать шлюпку κατεβάζω τή βάρκα·3. (выпускать \спускать о воде, воздухе) βγάζω/ ἀδειάζω (тк. о воде):\спускать воду из пруда ἀδειάζω τό νερό ἀπό τή δεξαμενή·4. (прощать) разг συγχωρώ, παραβλέπω·5. (растрачивать) разг χάνω:\спускать все (в азартной игре) τά χάνω ὅλα στό παιγνίδι· ◊ \спускать директивы, инструкции στέλνω ὁδηγίες· не \спускать глаз с кого-л. δέν ξεκολλώ τά μάτια μου ἀπό κάποιον \спускать с цепи́ λύνω· \спускать собак на кого́-л. βάζω τά σκυλιά νά χυμήξουν πάνω σέ κάποιον \спускать кого́-л. с лестницы разг γκρεμίζω κάποιον ἀπό τή σκάλα \спускаться1. κατεβαίνω:\спускаться по лестнице κατεβαίνω τή σκάλα·2. (вниз по реке) κατεβαίνω τό ποτάμι, κατέρχομαι τόν ποτα-μόν, πλέω προς τίς ἐκβολές. -
9 forgive
[fə'ɡiv]past tense - forgave; verb1) (to stop being angry with (someone who has done something wrong): He forgave her for stealing his watch.) συγχωρώ2) (to stop being angry about (something that someone has done): He forgave her angry words.) παραβλέπω•- forgiving -
10 ignore
[iɡ'no:](to take no notice of; to pay no attention to: He ignored all my warnings.) αγνοώ,αδιαφορώ για,παραβλέπω,αψηφώ -
11 overlook
[əuvə'luk]1) (to look down on: The house overlooked the river.) έχω θέα σε,βλέπω σε2) (to take no notice of: We shall overlook your lateness this time.) παραβλέπω -
12 неглижировать
-рую, -руешь, ρ.δ. παλ. • ατημελώ, παραμελώ, παραβλέπω, δε φροντίζω•неглижировать своими объязанностями παραμελώ τις υποχρεώσεις μου.
-
13 прозевать
ρ.σ.1. μ. χάνω, αφήνω να μου διαφύγει•прозевать удобный момент, случай αφήνω να μου διαφύγει η κατάλληλη στιγμή, περίπτωση•
прозевать поезд χάνω το τρένο.
|| παραβλέπω, παρορώ, αφήνω απαρατήρητο, μου διαφεύγει την προσοχή.2. μασώ (για ένα χρον. διάστημα), она -ла весь вечер αυτή μάσησε όλο το βράδυ. -
14 condone
1) παραβλέπω2) συγχωρώ -
15 ignore
1) αγνοώ2) παραβλέπω -
16 overlook
1) παραβλέπω2) παραγνωρίζω
См. также в других словарях:
παραβλέπω — 1 παρέβλεψα και παράβλεψα βλ. πίν. 9 2 παραείδα βλ. πίν. 110 Σημειώσεις: παραβλέπω : η έννοια διαφοροποιείται ανάλογα με τον τρόπο που σχηματίζεται ο αόριστος. Με αόρ. παρέβλεψα (πρόθ. παρά) σημαίνει → κάνω πως δε βλέπω, ανέχομαι ή παραμελώ,… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παραβλέπω — look aside pres subj act 1st sg παραβλέπω look aside pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβλέπω — ΝΜΑ παρορώ, αφήνω κάτι απαρατήρητο, προσπερνώ χωρίς να δω, χωρίς να προσέξω νεοελλ. 1. παραμελώ με τη θέληση μου, αδιαφορώ 2. προσποιούμαι ότι δεν βλέπω ή δεν καταλαβαίνω, ανέχομαι να γίνεται κάτι, φαίνομαι επιεικής 2. βλέπω πολύ καλά, έχω άριστη … Dictionary of Greek
παραβλέπω — παράβλεψα 1. Βλέπω πολύ καλά: Βλέπω και παραβλέπω. 2. βλέπω κάπως, δεν βλέπω ικανοποιητικά: Μετά την εγχείρηση η γιαγιά δεν παραβλέπει. 3. κάνω πως δε βλέπω, αδιαφορώ, δε δίνω πολλή σημασία: Μπορεί να κάνει λάθη ο υπάλληλος, μα παράβλεπε και συ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραβλέπετε — παραβλέπω look aside pres imperat act 2nd pl παραβλέπω look aside pres ind act 2nd pl παραβλέπω look aside imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβλεπόμενον — παραβλέπω look aside pres part mp masc acc sg παραβλέπω look aside pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβλεψάμενον — παραβλέπω look aside aor part mid masc acc sg παραβλέπω look aside aor part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβλέπει — παραβλέπω look aside pres ind mp 2nd sg παραβλέπω look aside pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβλέπομεν — παραβλέπω look aside pres ind act 1st pl παραβλέπω look aside imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβλέπου — παραβλέπω look aside pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) παραβλέπω look aside imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβλέπουσι — παραβλέπω look aside pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παραβλέπω look aside pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)