-
1 указание
1. (сведение, сообщение) η ένδειξη 2. (инструкция, совет, замечание) η οδηγί/α, η κατεύθυνση, η υπόδειξηнеправильные - я λανθασμέ-νες/λάθος - εςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > указание
-
2 οδηγία
η1) указание; совет; напутствие; 2) инструкция; директива;παραβιάζω τίς οδηγίες — нарушать инструкцию;
σύμφωνα με τίς οδηγίες — по инструкции, согласно инструкции;
3) предводительство, руководство;υπό την οδηγία — под водительством, под руководством
-
3 наказ
-а α.διαταγή, εντολή•отцовский -πατρική εντολή•
тайный наказ μυστική εντολή•
нарушать -ы παραβιάζω τις εντολές.
|| έντυπο οδηγιών. -
4 ломать
ρ.δ. μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ломанный, βρ: -ман, -а, -оρ.δ. μ.1. σπάζω, τσακίζω, θραύω θλω•ломать камни σπάζω πέτρες•
ветер ломает деревья ο άνεμος σπάζει τα δέντρα.
|| κατεδαφίζω, γκρεμίζω•ломать старый дом γκρεμίζω το παλαιό σπίτι, αχρηστεύω, χαλνώ•
ломать игрушки σπάζω τα παιγνίδια.
2. (απλ.) σακατεύω, τσακίζω.3. συντρίβω, θρυμματίζω•-каменную соль θρυμματίζω το ορυκτό αλάτι.
4. μτφ. αποβάλλω, απορρίπτω, δεν παραδέχομαι•ломать старые обычаи αποβάλλω τις παλαιές συνήθειες.
|| αλλάζω, μεταβάλλω απότομα•ломать характер αλλάζω απότομα το χαρακτήρα•
ломать мысли у людей αλλάζω τις σκέψεις των ανθρώπων.
|| καταστρέφω, χαλνώ• χειροτερεύω•ломать карьеру χαλνώ την καριέρα•
он нашу жизнь -ет αυτός μας χειροτερεύει τη ζωή μας.
5. μτφ. (για ομιλία, γλώσσα) κακοπροφέρω, μιλώ άσχημα, σκοτώνω.6. (για ασθένειες) κόβω, σφάζω, πονώ•меня всего -ет με σφάζει όλο το κορμί•
-ет, должно быть, изменится погода πονώ, θα έχομε αλλαγή του «αιρού.
7. (απλ.) ζεθεώνομαι στη δουλειά, καταπονούμαι.εκφρ.- голову над чем – σπάζω (βασανίζω) το κεφάλι μου για κάτι•ломать горб ή спину – ξεπατώνω στη δουλειά•ломать копья – συζητώ ζωηρά, έντονα, υποστηρίζω εκίρονα•ломать руки ή пальцы – στηθοκοπιέμαι, στηθοχτυπιέμαι, στηθοδέρνομαι•ломать ряды ή строй – χαλνώ (παραβιάζω) τη γραμμή, τη σειρά•ломать шапку перед кем – υποκλίνομαι, χαμερπώς.1. σπάζω, θραύομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ. лёд -ется ο πάγος σπάζει.2. αλλάζω•голос -ется η φωνή αλλάζει.
3. καπριτσώνω, πεισματώνω. || κάνω καμώματα, νάζια, ακκίζομαι. -
5 дверь
двер||ьж ἡ πόοτα, ἡ θύρα:парадная \дверь ἡ κυρία είσοδος· ◊ выставить кого́-либо за \дверь βγάζω ἐξω, δίνω τά παπούτσια στό χέρι· показать на \дверь кому́-л. διώχνω, δείχνω τήν πόρτα σέ κάποιον при закрытых \дверьях κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, μέ κλειστές τίς πόρτες1 ломиться в открытую \дверь παραβιάζω ἀνοιχτή θύρα, ἐκβιάζω ἀνοιχτή πόρτα. -
6 изменить
изменить 1-еню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изменённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.αλλάζω, μεταβάλλω αλλοιώνω, μετατρέπω, μεταστρέφω τροποποιώ•ветер -ил направление ο άνεμος άλλαξε κατεύθυνση•
изменить характер αλλάζω το χαρακτήρα•
изменить почерк αλλάζω το γραφικό χαρακτήρα•
проект закона -ли το νομοσχέδιο το τροποποίησαν.
αλλάζω, μεταβάλλομαι αλλοιώνομαι, μετατρέπομαι, μεταστρέφομαι τροποποιούμαι•погода -лясь ο καιρός άλλαξε•
изменить в лице αλλάζω στο πρόσωπο.
изменить 2-еню, -нишьρ.σ. (με δοτ.).1. προδίνω•он -ил своей родине αυτός πρόδοσε την πατρίδα του.
2. παραβαίνω, αθετώ, (απ)αρνούμαι παραβιάζω•изменить убеждения απαρνούμαι τις πεποιθήσεις•
изменить присягу παραβαίνω τον όρκο (επιορκώ)•
изменить своему долгу παραβαίνω. το καθήκο μου.
|| απατώ, απιστώ•муж ей -ил ο σύζυγος την απάτησε.
3. εγκαταλείπω•помять -ла ему η μνήμη τον εγκατέλειψε•
силы -ли ему οι δυνάμεις τον εγκατέλειψαν.
εκφρ.изменить себе – αλλάζω, πράττω, ενεργώ αντίθετα, παρά τα καθιερωμένα. -
7 условие
-я ουδ.1. όρος• συμφωνία•выполнить условие εκπληρώνω τον όρο•
нарушить условие παραβιάζω τον όρο•
по -ю κατά τον όρο, κατά τα συμφωνημένα•
льготные -я ευνοϊκοί όροι.
2. παλ.επίσημη συμφωνία•заключить условие κλείνω συμφωνία•
подписать условие υπογράφω τη συμφωνία.
3. άρθρο• παράγραφος•в договор включено условие о сроках платежа στη συμφωνία μπήκε άρθρογια τις προθεσμίες πληρωμής.
4. πλθ. -я κανόνες• θεσμοί.5. πλθ. -я συνθήκες•-я труда συνθήκες εργασίας•
-я жизни συνθήκες ζωής•
при настоящих -ях στις σημερινές συνθήκες•
ни при каких -ях σε καμιά περίπτωση.
6. προύπόθεση• παράγοντας•необходимое условие απαραίτητη προύπόθεση (όρος).
7. (μαθ.) όρος. || (μετην πρόθ. при και με προθτ. πτώση)•при условиеи με τον όρο, αν, εάν•
при томусловиеи μ αυτόν τον όρο.
|| (με την πρόθ. под και οργν. πτ.) под -ем με (υπο) τον όρο.
См. также в других словарях:
καταφρονώ — (AM καταφρονῶ, έω) υποτιμώ, δεν λογαριάζω ως αξία κάποιον, περιφρονώ μσν. 1. δεν δίνω σημασία, δεν φοβάμαι, αψηφώ, αδιαφορώ 2. κατακρίνω, κατηγορώ 3. (σχετικά με όρκο ή υπογραφή) παραβιάζω, αθετώ 4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταφρονεμένος,… … Dictionary of Greek
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
περιβιάζομαι — Α 1. καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια, μεταχειρίζομαι όλες μου τις δυνάμεις για να πράξω κάτι 2. χρησιμοποιώ μεγάλη δύναμη, μεταχειρίζομαι βία εναντίον ενός προσώπου ή πράγματος, παραβιάζω («περιβιάζεσθαι τὴν φύσιν», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * +… … Dictionary of Greek
παραβαίνω — παράβηκα 1. παραβιάζω νόμο, συμφωνία: Όποιος παραβαίνει τις συμφωνίες πρέπει να πληρώνει πρόστιμο. 2. αθετώ, παίρνω πίσω λόγο ή υπόσχεση: Μην έχεις εμπιστοσύνη σε άνθρωπο που παραβαίνει εύκολα το λόγο του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)