-
61 παρα-πυΐσκω
παρα-πυΐσκω, daneben eitern, Hippocr.
-
62 παρα-πωμάζω
παρα-πωμάζω, mit dem Deckel bedecken, Arist. de juv. et senect. 3.
-
63 παρα-πόρφυρος
παρα-πόρφυρος, an der Seite purpurn; χλαμύς, Poll. 7, 46; στρωμνή, 10, 42.
-
64 παρα-πόμπιμος
παρα-πόμπιμος, begleitend, so heißt Hermes bei Schol. Eur. Med. 759.
-
65 παρα-πόντιος
παρα-πόντιος, neben dem Meere, σῆμα, Gaet. 6 (VII, 71).
-
66 παρα-πόδιος
παρα-πόδιος, vor den Füßen liegend, d. i. gegenwärtig, Pind. in poet. Form παρπόδιος, N. 9, 38.
-
67 παρα-πύθια
παρα-πύθια, τά, komisch nach παρίσϑμια gebildetes Wort, gleichsam eine Krankheit, durch welche der Sieg in den pythischen Spielen gehindert wird, Cereal. 1 (XI, 129).
-
68 παρα-πύλιον
παρα-πύλιον, dim. vom Vorigen, Nebenpförtchen, Sp., Inscr. 1330.
-
69 παρα-πύημα
παρα-πύημα, τό, Eiterung daneben, Hippocr.
-
70 παρα-πύλη
παρα-πύλη, ἡ, Nebenpforte.
-
71 παρα-παστόν
παρα-παστόν, τό, Streupulver, Hippocr.
-
72 παρα-πεπλεγμένως
παρα-πεπλεγμένως, adv. zum part. perf. pass. von παραπλέκω, verflochten, verbunden, Hesych.
-
73 παρα-περι-πατέω
παρα-περι-πατέω, daneben herumgehen, Ios.
-
74 παρα-πιστεύω
παρα-πιστεύω, = simplex, Heliod. 6, 8, wo Coray καταπιστεύω schreibt.
-
75 παρα-πετάννῡμι
παρα-πετάννῡμι (s. πετάννυμι), daneben ausbreiten, durch einen Vorhang bedecken; τῆς παραπεπετασμένης αὐλαίας, Pol. 33, 3, 2; öfter bei sp. D.; παραπέπταται ἰσϑμός, D. Per. 98, öfter; Arat. 312 ὁ δέ οἱ παραπέπταται ὄρνις ἀσσότερον βόρεω, er schwebt mit ausgebreiteten Flügeln daneben.
-
76 παρα-πικρασμός
παρα-πικρασμός, ὁ, Erbitterung, LXX, N. T.
-
77 παρα-πικραίνω
παρα-πικραίνω, erbittern, LXX. u. N. T.
-
78 παρα-πειράομαι
παρα-πειράομαι, einen leichten Versuch machen, Διός, Pind. Ol. 8, 3.
-
79 παρα-πειστικός
παρα-πειστικός, ή, όν, geschickt Jemanden zu beschwatzen, durch listiges Zureden zu gewinnen, ῥήτωρ, Poll. 4, 21.
-
80 παρα-πιεσμός
παρα-πιεσμός, ὁ, das Drücken auf der Seite, Vett. Chirurg.
См. также в других словарях:
παρά — beside indeclform (prep) πᾱρά , πηρός disabled in a limb neut nom/voc/acc pl (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc/acc dual (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρα — παρά beside indeclform (prep) πά̱ρᾱ , πῆρος loss of strength neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
πάρα — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
παρά — Α. Ως πρόθεση συντάσσεται πάντοτε με αιτιατική και σημαίνει: 1. αφαίρεση, πλην: Είναι η ώρα πέντε παρά τρία λεπτά. 2. εκτός από: Δε θα δεχτώ τίποτε παρά μόνο ένα γλυκό, για να μη σας προσβάλω. Β. Ως σύνδεσμος σημαίνει ή χρησιμοποιείται: 1. αντί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρά ποδί — Α (κατά τον Ησύχ.) «παρὰ τοῑς ποσί» … Dictionary of Greek
παρα-αμινο-βενζοϊκός — ή, ό φρ. «παρα αμινο βενζοϊκό οξύ» (βιοχ. φυσιολ.) όξινο αμινοπαράγωγο που σχηματίζεται από π τολουιδίνη κατά την οξείδωση, αφού η αμινομάδα προστατευθεί με ακετυλίωση, και το οποίο χρησιμοποιείται για την παρασκευή αζωχρωμάτων … Dictionary of Greek
παρα-αμινοσαλικυλικός — ή, ό φρ. «παρα αμινοσαλικυλικό οξύ» (φαρμ.) οργανική αρωματική ένωση, χημειοθεραπευτικό φάρμακο που χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με το ισονιαζίθιο ή με τη στρεπτομυκίνη στη θεραπεία τής φυματίωσης … Dictionary of Greek
παρα-αμινοϊππουρικός — ή, ό φρ. «παρα αμινοϊππουρικό οξύ» ιατρ. αμινικό παράγωγο τού ιππουρικού οξέος που χρησιμοποιείται στη λειτουργική έρευνα τών νεφρών για τη μέτρηση τής ποσότητας τού πλάσματος τού αίματος που διέρχεται από τους νεφρούς σε ένα λεπτό … Dictionary of Greek
Παρὰ κωφῶ ἀποπέρδειν. — См. Не шепчи глухому, не мигай слепому … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
παρά χείρα — Α (κατά τον Ησύχ.) «μετὰ χεῑρα, ἐν χερσί» … Dictionary of Greek