-
1 πάραγ'
πάραγε, παράγωlead by: pres imperat act 2nd sgπάραγε, παράγωlead by: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 заказчик
ο παραγγελιοδόχ/ος, ο παραγ-γελιοδότης, ο πελάτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заказчик
-
3 παρήγορος
A consoling, soothing,μῦθοι A.R.1.479
: as Subst., comforter, S.El. 229 (lyr.), Epigr.Gr.344 ; Παρήγορος, ἡ, personified, Paus. 1.43.6.2 c. gen., π. δίψης καὶ λιμοῦ assuaging them, M.Ant.(?) ap.Justin.M.Apol.1.71.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρήγορος
-
4 ἀνοχή
ἀνοχή, ῆς, ἡ (s. ἀνέχω; X. et al.) lit. ‘a holding back’.① a state of respite from someth. onerous or disagreeable, relief (1 Macc. 12:25; Jos., Bell. 1, 173, Ant. 6, 72; w. ἔχειν Diod S 11, 36, 4 ἀνοχὴν ἔχειν; POxy 1068, 15 ἡμερῶν ἀνοχὴν ἔχω) ἀνοχὴν οὐκ ἔχειν have no relief Hs 6, 3, 1.② a temporary cessation, pause (Jos., Ant. 6, 72) ἀ. τῆς οἰκοδομῆς a pause in the building Hs 9, 5, 1; 9, 14, 2.③ the act of being forbearing, forbearance, clemency, tolerance (Epict. 1, 29, 62 ἀ. ἔχω I enjoy clemency; En 13:2; PSI 632, 13 [III B.C.]; cp. Nägeli 45) ἐν τῇ ἀ. τοῦ θεοῦ in God’s forbearance Ro 3:26 (for a neg. expression of this idea s. SIG 985, 34f [I A.D.]: καὶ τοὺς παραβαίνοντας τὰ παραγ[γέλματα οὐκ ἀνέ]ξονται said of the great gods, FDanker in Gingrich Festschr., ’72, 102f). W. μακροθυμία 2:4.—DELG s.v. 1. ἔχω. M-M. TW.
См. также в других словарях:
πάραγ' — πάραγε , παράγω lead by pres imperat act 2nd sg πάραγε , παράγω lead by imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγριολογώ — (I) βρίζω, εξυβρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. άγριος + παραγ. κατάλ. λογώ < λέγω (= ομιλώ)]. (II) βοτανίζω τον αγρό, αφαιρώ την αγριάδα ή άλλα βότανα που φυτρώνουν μετά το όργωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αγρία (= βοτάνι) + παραγ. κατάλ. λογώ < λέγω ( … Dictionary of Greek
αλώσιμος — η, ο (Α ἁλώσιμος, ον) αυτός που μπορεί να κυριευθεί (για άψυχα) ή να συλληφθεί (για έμψυχα), ο ευάλωτος αρχ. 1. αυτός που εύκολα εξαπατάται 2. εύληπτος, κατανοητός 3. (ως νομικός όρος) αυτός που υπόκειται σε καταδίκη 4. αυτός που αναφέρεται ή… … Dictionary of Greek
αμαξιαίος — ἁμαξιαῖος και ξαῖος, α, ον (Α) 1. αυτός που έχει τόσο όγκο, ώστε να γεμίζει μιαν άμαξα 2. φρ. «ἁμαξιαῖα ρήματα», πομπώδεις φράσεις, παχιά λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + παραγ. κατάλ. ιαῖος, ο δε τ. ἁμαξαῖος < ἅμαξα + παραγ. κατάλ. αῖος] … Dictionary of Greek
League of Corinth — For the English amateur fotball league, see Corinthian League (football). Kingdom of Macedon after Philip s II death. The Corinthian League is shown in yellow. The League of Corinth, also sometimes referred to as Hellenic League (original name:… … Wikipedia
VULCANUS — I. VULCANUS Iunonis filius, Hesiod. in Theog. v. 927. Η῞ρῃ δ᾿ Η῞φαιςτον κλυτὸν εν φιλότητι μιγεῖσα, Hunc quidam voluerunt, subventaneo conceptu fuilssegenitum sine patre, quem tamen Homer. e patre Iove Iunonequt matre natum esse putavit. Fuerunt… … Hofmann J. Lexicon universale
Αλεξανδρειώτης — Ἀλεξανδρειώτης, ο (Α) ο κάτοικος τής Αλεξάνδρειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἀλεξάνδρεια + παραγ. κατάλ. ώτης] … Dictionary of Greek
Αμαζονίδες — Φυλετικός τύπος που, εκτός από την τεράστια λεκάνη του Αμαζονίου, είναι διαδεδομένος σε μεγάλο μέρος της λεκάνης του Ορινόκο, κατά μήκος της βορειοατλαντικής ακτής της Βραζιλίας και της Γουιάνας και στα Ν κατά μήκος του άνω ρου του Παραγουάη. Οι… … Dictionary of Greek
άγδην — ἄγδην επίρρ. (Α) συρτά, σβαρνιστά, βίαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀγ (τού ρ. ἄγω) + παραγ. κατάλ. –δην] … Dictionary of Greek
άλαστος — ἄλαστος, ον (Α) 1. (για καταστάσεις) α. αλησμόνητος, αξέχαστος β. αφόρητος, δεινός 2. (για πρόσωπα) α. δημιουργός αλησμόνητων έργων, αλησμόνητος β. καταραμένος, άθλιος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἄλαστον ακατάπαυστα 4. φρ. «ὀδύρομαι ἄλαστον», θρηνώ … Dictionary of Greek
άλικος — Μάρτυρας του χριστιανισμού. Μαρτύρησε στη Νικομήδεια της Μ. Ασίας στα χρόνια του Διοκλητιανού. Μαζί του θανατώθηκαν και 82 άλλοι ομόθρησκοί του. * * * η, ο 1. αυτός που έχει βαθύ κόκκινο χρώμα, ο κατακόκκινος 2. αυτός που έχει ανοιχτό κόκκινο… … Dictionary of Greek