Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

παρ'+αὐτά

  • 21 а

    а 1
    είναι το πρώτο γράμμα του ρωσικού αλφάβητου• α•

    от а до зет παλ. από το α ως το ω (από την αρχή ως το τέλος)•

    кто сказал а, тот должен сказать и б αυτός που το άρχισε πρέπει και να το τελειώσει ή συνεχίσει.

    а 2
    σύνδ. αντιθετικός• μα, αλλά, όμως, ενώ, και.
    1. (κατ’ αντιπαράθεση)•

    отец трудолюбивый, а сын ленивый ο πατέρας είναι εργατικός, αλλά ο γιος οκνηρός•

    не годы старят, а горе δε γεράζουν τα χρόνια, αλλά τα φαρμάκια•

    я остаюсь в Москве, а вы в Ленинграде εγώ μένω στη Μόσχα και σεις στο Λένινγκραντ.

    2. (μετά από ενδοτικές προτάσεις μπορεί και να λείψει)•

    хотя мне и весело, а надо уходить αν και μου είναι ευχάριστα, (όμως) πρέπει να φύγω.

    3. εξάλλου•

    а вам всем известно, что... εξάλλου όλοι σας ξέρετε ότι....

    4. και•

    ученик сделал уроки, а затем вышел играть ο μαθητής έκανε τα μαθήματα και μετά βγήκε να παίξει.

    5. (στην αρχή των ερωτηματικών και επιφωνηματικών προτάσεων ή του λόγου χρησιμοποιείται σαν επιτακτικό)•

    а когда ты поедешь? και πότε θα πας;•

    а когда нам будет весело? και πότε εμείς θα χαρούμε;•

    а все-таки я не согласен και παρ’ όλ’ αυτά, εγώ δε συμφωνώ.

    εκφρ.
    а то – ειδάλλως, ειδεμή, αλλιώς, διαφορετικά•
    спеши, а то опоздаешь – κάμε γρήγορα (βιάσου), διαφορετικά θ’ αργήσεις.
    а 3
    μόριο (για ερώτηση ή κάλεσμα)• α•

    пойдем гулять а? θα πάμε περίπατο α;

    (επιτακτικό)• ε•

    Ваня, а Ваня Γιάννη, ε Γιάννη.

    а 4
    επιφ. (εκφράζει θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ. αισθήματα)• α•

    а, так это вы были? α, ώστε εσείς ήσαστε;•

    а, попался α, μου έπεσες (στα χέρια)•

    а! закричал мальчик, как увидел змею α! φώναξε το παιδάκι, σαν είδε το φίδι.

    Большой русско-греческий словарь > а

  • 22 вот

    (μόριο)
    1. δεικτ. να, ιδού, ιδές, δες (για πλησίον αντικείμενα)•

    вот наш дом να το σπίτι μας•

    вот это να αυτό, αυτό δα•

    вот он идет να τος έρχεται•

    дайте мне вот это δόστε μου να αυτό•

    вот и я νάμαι (κι εγώ).

    2. (για συμπέρασμα) να• вот (и;) να (και)•

    вот и все αυτό ηταν όλο, τέλος, αυτά είχα να σας πω.

    3. (Με αναφώνηση)• να, (ι)δές•

    вот вздор! να ανοησία!•

    и (για απρόοπτο, δυσάρεστο)•

    вот как! να πως!•

    вот что! να τι!•

    вот и отлично! ωραία! θαυμάσια! περίφημα! (τα κατάφερες).

    εκφρ.
    вот еще! – ωρίστε μας! να τα μας! αυτό μας έλειπε ακόμα! (για ασυμφωνία)•
    вот так... – να έτσι.... (περιφρονητικά ή για αρνητική εκτίμηση)•
    вот я тебя, его, ихκ.τ.τ. (απειλή) θα σου,του, τους δείξω, θα (ι)δείς...• вот тебе να πάρ’ τηνε, άρπαχ’την (δαρμός).

    Большой русско-греческий словарь > вот

  • 23 впрочем

    συνδ. άλλωστε, εξ άλλου, εκτός αυτού• όμως, παρ’ ολ αυτά.

    Большой русско-греческий словарь > впрочем

  • 24 всё

    επίρ.
    1. πάντοτε, παντοτινά, πάντα, διαρκώς, όλον τον καιρό•

    он всё занят αυτός πάντοτε είναι απασχολημένος.

    2. μέχρι τώρα, και τώρα•

    он всё ещё болен και τώρα ακόμα άρρωστος είναι.

    3. μόνο, αποκλειστικά• ακριβώς•

    это всё вы виноваты για όλα φταίτε μόνο εσείς.

    4. όλο και, επί μάλλον και μάλλον•

    погода всё лучше и лучше ο καιρός όλο και καλυτερεύει•

    всё более и более όλο και πιο πολύ.

    5. όμως, εν τούτοις, αλλά•

    как ни старается всё не выходит προσπαθεί πάρα πολύ, όμως δε βγαίνει τίποτε (άκαρπες προσπάθειες).

    εκφρ.
    всё жκ. всё же παρ’ όλ’ αυτά, εν τούτοις, όμως.

    Большой русско-греческий словарь > всё

  • 25 всё-таки

    (φσιότακι) συνδ. αντιθ. παρ’ όλ’ αυτά, κι όμως, εν τούτοις•

    всё-таки он прав κι όμως αυτός έχει δίκαιο.

    Большой русско-греческий словарь > всё-таки

  • 26 менее

    1. παλ. συγκρ. β. του επ. малый κ. маленький, μικρότερος• λιγότερος.
    2. συγκρ. β. του επίρ. мало μικρότερο, λιγότερο•

    нас было не менее ста человек εμείς ήμασταν όχι λιγότερο από εκατό άτομα.

    εκφρ.
    менее всего – τελείως, εντελώς (για άρνηση)•
    тем не менее – εν τούτοις, και όμως, μολαταύτα, παρά ταύτα, παρ όλ αυτά•
    менее как ή менее чем – λιγότερο απο•
    менее чем неделя – λιγότερο από μια βδομάδα•
    менее чем вы – λιγότερο από σας.

    Большой русско-греческий словарь > менее

  • 27 но

    но 1
    σύνδ.
    1. όμως, αλλά, μα•

    он богат, но скуп αυτός είναι πλούσιος, όμως τσιγκούνης•

    он худ но силён είναι ισχνός, όμως δυνατός.

    || εν τούτοις, παρ όλ αυτά, παρά ταύτα.
    2. ως ουσ. το όμως, το αλλά, το μα•

    тут есть одно но εδώ υπάρχει ένα „όμως(εμπόδιο).

    но 2
    επιφ. παρορμητικό• (για άλογα κλπ.)• ντε•

    но сатана ντε, διάβολε.

    || но-но (προειδοποίηση με απειλή) πως-πως, τι-τι (πρόσεχε).

    Большой русско-греческий словарь > но

См. также в других словарях:

  • πάραυτα — ΝΜΑ και παραυτά Α και πάραυτας Ν (επίρρ. χρον.) αμέσως, παρευθύς, στη στιγμή, αυθωρεί (α. «πάραυτ η γνώμη ντου άλλαξε», Ερωτόκρ. β. «πάραυτα δ ἐλθεῑν ἐς Ἰλίου πόλιν», Αισχύλ.) αρχ. 1. προς στιγμή, στιγμιαία 2. κατά τον ίδιο χρόνο, την ίδια στιγμή …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»