-
1 брак
I брак I м о γάμος, η παν τρειά вступить в \брак παντρεύ ομαι, νυμφεύομαι II брак II м (в производстве) το ελάττωμα, το σκάρτο* * *I мο γάμος, η παντρειάII мвступи́ть в брак — παντρεύομαι, νυμφεύομαι
( в производстве) το ελάττωμα, το σκάρτο