-
21 πανο υργέω
πανο υργέω, ein πανοῦργος sein, listig od. bübisch handeln, ein Bubenstück ausführen
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πανοῦργος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανούργος — α, ο / πανοῡργος, ον, ΝΜΑ (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που είναι ικανός να διαπράξει κάθε είδους απάτη ή μοχθηρή πράξη, πονηρός, δόλιος, απατεώνας (α. «βλέπει ο θεός και αστράπτει διά τους πανούργους», Κάλβ. β. «ζημιουμένου ἀκολάστου… … Dictionary of Greek
πανούργος — α, ο ο επιδέξιος σε δόλια έργα, πονηρός, απατεώνας: Παπάς πανούργος, χειρότερος απ το διάβολο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πανουργότερον — πάνουργος ready to do anything adverbial comp πάνουργος ready to do anything masc acc comp sg πάνουργος ready to do anything neut nom/voc/acc comp sg πανοῡργότερον , πανοῦργος adverbial comp πανοῡργότερον , πανοῦργος masc acc comp sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργοτάτων — πάνουργος ready to do anything fem gen superl pl πάνουργος ready to do anything masc/neut gen superl pl πανοῡργοτάτων , πανοῦργος fem gen superl pl πανοῡργοτάτων , πανοῦργος masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργοτέρων — πάνουργος ready to do anything fem gen comp pl πάνουργος ready to do anything masc/neut gen comp pl πανοῡργοτέρων , πανοῦργος fem gen comp pl πανοῡργοτέρων , πανοῦργος masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργότατα — πάνουργος ready to do anything adverbial superl πάνουργος ready to do anything neut nom/voc/acc superl pl πανοῡργότατα , πανοῦργος adverbial superl πανοῡργότατα , πανοῦργος neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργότατον — πάνουργος ready to do anything masc acc superl sg πάνουργος ready to do anything neut nom/voc/acc superl sg πανοῡργότατον , πανοῦργος masc acc superl sg πανοῡργότατον , πανοῦργος neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανούργως — πάνουργος ready to do anything adverbial πάνουργος ready to do anything masc/fem acc pl (doric) πανού̱ργως , πανοῦργος adverbial πανού̱ργως , πανοῦργος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργοτάτη — πάνουργος ready to do anything fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) πανοῡργοτάτη , πανοῦργος fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργοτάτην — πάνουργος ready to do anything fem acc superl sg (attic epic ionic) πανοῡργοτάτην , πανοῦργος fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)