-
1 παμ-πάλαιος
παμ-πάλαιος, ganz, sehr alt; ἄνδρες, Plat. Theaet. 184 b; Arist. Metaph. 1, 3 u. öfter, u. Sp., wie Ep. ad. (Anth. 393).
-
2 παμπάλαιος
παμ-πάλαιος, ganz, sehr alt
См. также в других словарях:
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek