-
1 παλλακίσι
παλλακίςconcubine: fem dat pl -
2 συνορχέομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνορχέομαι
См. также в других словарях:
παλλακίσι — παλλακίς concubine fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)